Στό πέρασμα τοῦ χρόνου κάποιοι άνθρωποι έμειναν ανεξίτηλοι στήν ιστορική μνήμη. Χωρίς έπαρση, χωρίς αυτοπροβολή καί αλαζονία διακόνησαν πιστά τήν Εκκλησία κι έγιναν σπουδαίοι, ἀπαρνούμενοι τόν ἐαυτό τους…
Οι ισχυροί του κόσμου δεν τον δέχθηκαν. Οι άρχοντες δεν αναγνώρισαν τήν αυθεντία του. Οι επόμενοι τόν παρερμήνευσαν ή τόν καπηλεύτηκαν…
Ὁ πατέρας του Σέκουνδος Ἀρχιστράτηγος τῆς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ὑπήρξε ἄρχοντας τῆς μεγαλούπολης τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Ἡ μητέρα του Ανθούσα τό 344 τόν έφερε στόν κόσμο. Λίγους μήνες αργότερα ο ξαφνικός θάνατος τοῦ Σεκούνδου τόν γέμισε ορφάνια.
Η ἀριστοκρατική καταγωγή καί οι ιδιαίτερες επιδόσεις του, τόν οδήγησαν στή σχολή τοῦ διάσημου Λιβάνιου. Ὁ ειδωλολάτρης σοφιστής, στό γήρας του μαρτυροῦσε «θά άφηνα τόν Ιωάννη διάδοχο μου ἐάν δέν τόν είχαν συλήσει οἱ Χριστιανοί»… ἐνῶ περιγράφοντας τήν Ἀνθοῦσα ἔλεγε: «Βαβαί! Τί θαυμάσιες γυναίκες μεταξύ των Χριστιανών».
Ὁ μοναχισμός υπήρξε τό κεφάλαιο τῆς ζωής του. Η μόνη συγκατάβαση πού έκαμε αναφέρεται στό τρυφερό συναίσθημα τῆς μητρικής στοργῆς. Οἱ σύνασκητές του μαρτυρούσαν: ποτέ δέν ὁρκίσθηκε∙ ποτέ δέν κατέκρινε∙ ποτέ δεν ἔβγαλε ψέμα τό στόμα του∙ ποτέ δεν καταράστηκε∙ ποτέ δεν ἀργολόγησε…
Στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 398 ὁ ρακένδητος ασκητής Ιωάννης γίνεται Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Μπρός στούς Αυτοκράτορες καί τούς επιφανείς, ὁ ισχνός καλογεράκος μέ τ’αραιό γένι, τή φαλάκρα καί βαθουλωτά μάγουλα, φαινόταν λίγος γιά τή θέση πού αναλάμβανε.
Η εναρξη τῆς ποιμαντορίας του σηματοδοτήθηκε μέ τή πληροφόρηση τοῦ λαοῦ του. Ἔγραψε πολλά… γιά τούς πλεονέκτες, γιά τούς ἀδικούντας… Γιά ὅσους φορτώνονται στολίδια καί περνούν τό χρόνο τους στούς καθρέπτες… γιά ὅσους κτίζουν πολυτελέστατα σπίτια… Γιά τήν Ελεημοσύνη, τήν βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, επισημαίνοντας πώς τα πονεμένα παιδιά, οἱ φτωχοί καί οι χήρες πλεονάζουν… Ὁ ίδιος καθημερινά αρκούνταν νά τρώει χυλό κριθαριού, ἐνώ ἀνθρωπάρεσκα τραπέζια καί ομοτράπεζους άρχοντες ἀφού τα καταδίκασε, τά αποστράφηκε παντελώς. Τά έσοδα τῆς Αρχιεπισκοπής του έγιναν νοσοκομεία καί πρωχοκομεία.
Ὁ λόγος του γλυκύς, χρυσός, ανακουφιστικός… Υπήρξε λάτρης τῶν κειμένων τοῦ Αποστόλου Παῦλου. Η ευθύτητά του υὑπῆρξε παροιμιώδης. Ἡ γυναίκα του αυτοκράτορα Αρκαδίου, ἡ Ευδοξία ὑπήρξε ο ισχυρότερος αντίπαλός του. Ἡ πλεονεξία της την οδήγησε σέ έναν ανηλεή πόλεμο ενάντια του.
Μια ψευδοσύνοδος τόν καθαίρεσε κι ὁ Αυτοκράτορας Αρκάδιος υπέγραψε τήν ἐξορία του. Η απόφαση εκτελέστηκε νύχτα γιά να αποφευχθεί ἡ ἀντίδραση τοῦ κόσμου. Ένας φοβερότατος σεισμός πού ακολούθησε αποδόθηκε στη θεία Δίκη, κι ὁ Άγιος επέστρεψε από την πόλη Παραίνεστο τῆς Μαύρης Θάλασσας οπου είχε εξοριστεί πριν ακόμη φθάσει. Ἡ επιστροφή του βέβαια δέν επέφερε ειἰρήνη. Ένα χρόνο μετά ὁ Αρκάδιος αναγκάστηκε να διατάξει τόν Άγιο να μη λειτουργεῖ καί νά μην κηρύττει. Εκείνος, αγνόησε τή διαταγή. Τότε, τήν ημέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, βίαια σύρθηκε από το θρόνο του καί περιορίστηκε στό κελί του. Τέλος, διετάχθει πάλι ἡ εξορία του, μέ τόν Αρκάδιο νά λέγει «ἀθῶος εὶμί ἐγῶ ἀπό τῆς ἁμαρτίας ταῦτης».
Η σύλληψη καί εξορία του Χρυσοστόμου ξεσήκωσαν μεγάλες ταραχές. Πολλοί σκοτώθηκαν καί καταπατήθηκαν εκείνη τήν ημέρα.
Στα βάθη τῆς Αρμενίας στην Κουκουσώ, ήταν ἡ πρώτη στάση της δεύτερης εξορίας. Αν καί μέ άθλια υγεία ὁ Ιωάννης κηρύττει, βαπτίζει καί χειροτονεί. Μιά νέα εξορία βαθύτερα, στην Αραβισσό, υπέθεσαν πως θα τόν σταματούσε. Τό άκαμπτο φρόνημά του, προκάλεσε τήν εκ νέου ἐξορία του νοτιοανατολικά τῆς Μαύρης Θάλασσας στήν Πιτυοῦντα.
Ἡ μεταφορά του αὐτή τή φορά ἔγινε μέ τά πόδια καί τήν ἐντολή νά ἐξοντωθεῖ. Τή νύχτα πού στάθμευσαν στό χωριό Κόμανα, καί κατέλυσαν στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου ἐπισκόπου Νικομηδείας. Τήν ἐπομένη παραπλανήθηκαν στή διαδρομή καί ξαναγύρισαν στό ναό γιά νά ξεκουραστούν. Ὁ Ἅγιος ζήτησε ἀπό μαθητές πού τον ἀκολουθοῦσαν νά τοῦ φορέσουν ἅμφια λευκά. Μπρός στήν Ἁγ.Τράπεζα ἕλαβε τή θεία Κοινωνία. Συμπλήρωσε τήν ἀγαπημένη του φράση «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν» καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 συμπληρώνοντας 63 χρόνια ζωῆς καί μόλις 6 χρόνια ἀρχιερωσύνης.
Ὁ Ἅγιος σαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἔλεγε «Ἄν ἤθελα νά ἀρέσω στούς ἀνθρώπους, δέ θά μποροῦσα νά εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ». Ἔγραψε γιά τήν πολυτάρακτη ποιμαντορία του πώς ὁ καθένας ἀνεξαρτήρως τῶν πειρασμῶν ὁφείλει νά μείνει μέσα στην Ἑκκλησία.
Ένα από τα γραπτά έργα του η Θεία Λειτουργία, αποτελεί παρακαταθήκη για τη λειτουργική Χριστιανική λατρεία. Λόγια και στίχοι πού ψάλλονται στους Ναούς και όχι μόνο, διαχρονικά,κάτι περισσότερο από 16 αιώνες!!