Ιστορία & Μουσική
Μεγάλοι Υμνωδοί:
Ρωμανός ο μελωδός
Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Κοσμάς ο μελωδός
Ιωάννης Κουκουζέλης
Πέτρος Μπερεκέτης
Πέτρος ο λαμπαδάριος
Γρηγόριος Πρωτοψάλτης
Χουρμούζιος ο χαρτοφύλαξ
Θεόδωρος Φωκαεύς
****************************************************************************************
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική αποτελεί αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης για τους ιεροψάλτες της ενορίας μας.
Ένας ακόμη στόχος των δραστηριοτήτων της ενορίας μας, είναι η διατήρηση της Πατριαρχικής Παράδοσης και του Πατριαρχικού Ύφους στην ψαλτική τέχνη. Μέσα από τις σελίδες μας θα μπορέσετε να διαβάσετε για την ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής και τη διαμόρφωση της κατά την πάροδο των αιώνων για να φτάσει μέχρι και τη σημερινή της μορφή. Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τα κείμενα που κατά καιρούς θα εκδίδουμε σε αυτές τις σελίδες, δεν θα είναι πάντα γραμμένα από ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί και αγαπήσει την βυζαντινή μουσική και την ψαλτική τέχνη.
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας Μουσική είναι τέχνη και επιστήμη. Έλληνες και ξένοι ιστοριογράφοι συμφωνούν ότι οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το σύστημα της εκκλ. μουσικής έχει άμεση σχέση με το αρχαίο Ελληνικό σύστημα.
Όλοι οι μουσικοί και οι υμνογράφοι από τον 3ομέχρι και τον 7ο αιώνα, που εμφανίζεται ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ήταν βαθιά ποτισμένοι από την Ελληνική παιδεία και γνώριζαν κατά βάθος την αρχαία ελληνική μουσική, όπως φαίνεται άλλωστε και από τα έργα τους.
Η μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα.
Η ακμή της Βυζαντινής Μουσικής μαζί με την Υμνολογία των πρώτων αιώνων, αρχίζει από τα τέλη του 7ου αιώνα με τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον «Πίνδαρο» της εκκλησιαστικής ποιήσεως στο Βυζάντιο.
Στην Βυζαντινή περίοδο ήκμασαν εξαίρετοι μουσικοί και υμνογράφοι,όπωςοι: Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Κοσμάς ο Μελωδός, Θεόδωρος ο Στουδίτης, Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Λέων οΣοφός, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αυτοκράτωρ, Κασσιανή Μοναχή, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, που θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από το Δαμασκηνό, Ξένος ο Κορώνης, Πρωτοψάλτης του Ι.Ν. της ΑγίαςΣοφίας, Ιωάννης ο Κλαδάς, Λαμπαδάριος Αγίας Σοφίας κ.α.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.), η Βυζαντινή Μουσική έμεινε στην ουσία της η ίδια. Οι χριστιανοί συσπειρώθηκαν γύρω από τον Πατριάρχη και το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός του Γένους. Το Πατριαρχείο, ο Πατριαρχικός Ναός, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, υπήρξε η κιβωτός όπου το Βυζαντινό μέλος βρήκε καταφύγιο και διασώθηκε ως τις μέρες μας.
Πρωταρχικά ρόλο σε αυτό έπαιξε η διαδοχή των Αρχόντων Πρωτοψαλτών και των Αρχόντων Λαμπαδαρίων της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, που διατήρησαν όλη την λειτουργική και τυπική τάξη και παράδοση από τους χρόνους εκείνους πριν απότην άλωση μέχρι σήμερα.
Στην περίοδο αυτή διακρίνονται εξαίρετοι μουσικοί: Μανουήλ ο Χρυσάφης, Βαλάσιος ιερεύς, Γεώργιος Ραιδεστηνός, Παναγιώτης Χαλάτσογλου, Πέτρος Πελοποννήσιος, Ιάκωβος Πελοποννήσιος, Πέτρος Βυζάντιοςκ.α.
Το έτος 1814, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία αποφάσισε τη σύσταση Μουσικής Επιτροπής με την εντολή να επινοήσει και να εφεύρει νέα παρασημαντική γραφή ευκολότερη.
Έτσι η μέχρι σήμερα σωζόμενη μουσική είναι έργο του Χρυσάνθου, του Γρηγορίου και του Χουρμουζίου, των τριώνεφευρετών της νέας μουσικής γραφής, οι οποίοι μετέγραψαν και μας χάρισαν τις ιερές μελωδίες των παλαιών μας μουσουργών. Έκτοτε δε βλέπουμε και όλα τα κλασσικά μουσικά κείμενα της Βυζαντινής Μουσικής να εγκρίνονται από την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, και να εκδίδονται πρώτα στο Βουκουρέστι, στην Τεργέστη, στο Παρίσι και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια διακρίνουμε δεινούς μουσικούς: Πέτρο τον Εφέσιο, Θεόδωρο Φωκαέα, Παναγιώτη Κηλτζανίδη, Γεώργιο Σαρανταεκκλησιώτη, Νικόλαο Βλαχόπουλο, Γεώργιο Βιολάκη, Ιάκωβο Ναυπλιώτη, Κωνσταντίνο Πρίγγο, Θρασύβουλο Στανίτσα, Βασίλειο Νικολαΐδη και Λεωνίδα Αστέρη, Πρωτοψάλτη τώρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Η Βυζαντινή αυτή Μουσική που παραλάβαμε είναι μουσική προσευχητική, μουσική λατρευτική και λέγεται Βυζαντινή, διότι ξεκίνησε και αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο.
Στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, ήταν η θρησκεία μας οπλισμένη και στολισμένη με τις περίλαμπρες τέχνες. Την εικονογραφία με την ψηφιδογραφία, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία με την υμνογραφία και την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ.
Σήμερα εμείς οι απόγονοι και κληρονόμοι της αυτοκρατορίας, έχουμε ένα θησαυρό ολοζώντανο. Τα ιερά τροπάρια τα οποία έγραψαν και μελοποίησαν και έψαλλαν μέσα στην Αγία Σοφία, συνεχίζονται και σήμερα τα ίδια, με την ίδια μουσική, με τον ίδιο τρόπο στους ναούς μας τις βραδιές των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας, όπου οι εκκλησίες μας δε χωρούν τους ορθοδόξους πιστούς μας.
Αυτή λοιπόν είναι η Βυζαντινή Μουσική, η Μουσική του Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Ιωάννου Κουκουζέλη και του Ξένου Κορώνη, που ήταν στις μέρες του Βυζαντίου η κατ’ εξοχήν μουσική των αυτοκρατόρων και των πατριαρχών.
ΗΜουσική πάντοτε και πανταχού θεωρήθηκε ως η ζωηρότερη έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος και επομένως ως η μάλλον ευάρεστος και ευπρόσδεκτοςτω Θεώ προσφορά. Χρήση αυτής γίνονταν στις αρχαίες ελληνικές εορτές και πανηγύρεις, καθώς και στις Ιουδαϊκές τελετές από την Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης.
Και οι Εκκλησίες του Xριστού από την σύσταση τους καθιέρωσαν προς αίνο και δοξολογία του Θεού, πλην των ευχών και δεήσεων και την Μουσική, η οποία με την χάρη του μέλους συγκινεί μάλλον την καρδιά και συντελεί προς διέγερσηκαι διατήρηση της απαιτούμενης ευλάβειας και προσοχής κατά την εκτέλεση της θείας λατρείας.Το παράδειγμαδόθηκε από τον θεμελιωτή της πίστεως μας κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, ο οποίος επισφραγίσθηκε με ιερά υμνωδία. Και ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως». Oι Απόστολοι, στηριζόμενοι στο παράδειγμα του Κυρίου μας, κατέχουν στην ιστορία της χριστιανικής ψαλμωδίαςτην πρώτη θέση, αναδειχθέντες μουσουργοί και υμνολόγοι, όπως μαρτυρεί και ο Ευαγγελιστής Λουκάς «Και ήσαν διά παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν».
Στις Αποστολικές Πράξεις βλέπουμε ότι οι Απόστολοι συναθροίζονταν για ψαλμωδία και προσευχή την τρίτη, έκτη και ενάτη ώρα, και εν ώρα νυκτός, όπως oι Απόστολοι, Παύλος και Σίλας, οι οποίοι υμνούσαν τον Θεό προσευχόμενοι κατά το μεσονύκτιο. Oι Απόστολοι με ύμνους και προσευχές τελούσαν τον ενταφιασμό των νεκρών. Επιτάφιοι ύμνοι εψάλησαν και στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς και κατά τον ενταφιασμό του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Η Εκκλησία του Χριστού κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού ανέδειξε όχι ολίγους μελωδούς και υμνογράφους, οι οποίοι εποίησαν έμμετρα άσματα και ωδές λίαν εκφραστικές του ευαγγελικού πνεύματος. Το μελοποιείν κατά τους πρώτους αιώνας ήταν αντικείμενο του ανωτάτου κλήρου,γι’ αυτό και ως μελοποιοί αναφέρονται oι ανώτατοι τηςΕκκλησίας ιεράρχες.
Πλην του λόγου, προς συστηματική διοργάνωση της Μουσικής oι θείοι Πατέρες των διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων μετά ζήλου εργάσθηκαν λόγω των αιρετικώντης εποχής εκείνης, οι οποίοι δια της Μουσικής ήθελαν να μεταδώσουν τα κακόδοξα αυτών φρονήματα. Από τους Πατέρες της Εκκλησίας προς τον σκοπό αυτό εργάσθηκαν οι: Εφραίμ ο Σύρος στη Συρία, Αθανάσιος ο Μέγας στην Αλεξάνδρεια, ο Αμβρόσιος στη Εκκλησία Μεδιολάνων, ο Μέγας Βασίλειος στη Μικρά Ασία, και Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.
Στις Εκκλησίες μέχριτον Δ΄ μ.Χ. αιώνας έψαλλαν άπας ο λαός. Αλλά επειδή oι ύμνοι με την εξάπλωση του Χριστιανισμού αυξάνονταν, και επειδή συνέβαιναν, συνήθως χασμωδίες, εκρίθη να υποκατασταθεί ο λαός με τους ψάλτες με τους δύο χορούς.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Oι κυριότεροι υμνογράφοι και μελωδοί από τον Δ΄ αιώνα μέχρι και σήμερα, είναι τόσοι πολλοί, καθώς και το συγγραφικό τους έργο τόσο μεγάλο που θα χρειαζόμασταν χρόνια ολόκληρα να σας το περιγράψουμε. Πιστεύουμε όμως, ότι επιβάλλεται να τολμήσουμε την ΑΡΧΗ. Σας παρουσιάζουμε λοιπόν το βίο και το έργο μερικών από τους πλέον σημαντικούς υμνογράφους και μελωδούς της εκκλησιαστικής μας μουσικής.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
O Βίος και το έργο του
Ο κορυφαίος των υμνογράφων της Εκκλησίας μας, ποιητής των Κοντακίων και διάκονος της Εκκλησίας της Βηρυτού, γεννήθηκε στην Έμμεσα, πόλη της Συρίας. Ήκμασε κατά τον Στ΄ αιώνα, τον χρυσούν αιώνα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας.Η γονιμότητα του Ρωμανού υπήρξε ανεξάντλητη, γιατί εξύμνησε όλες σχεδόν τις εορτές του έτους καιπολλές των αγίων.
Ο Ρωμανός είναι μέχρι σήμερα το αντικείμενο της μελέτης και έρευνας πολλών σοφών της Εσπερίας, Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων και κυρίως Γερμανών. Ένας από αυτούς τον αποκαλεί «νέο Πίνδαρο», και άλλος ένας «τον μέγιστο εκκλησιαστικό ποιητή του κόσμου».
Από την Συρία ήλθε στην Κων/πόλη, στην μονή της Θεοτόκου του Κύρου,για να σπουδάσει. Λέγεται ότι κατά την νύκτα της εορτής των Χριστουγέννων έτυχε να κοιμηθεί πλησίον του άμβωνα. Τότε εμφανίσθηκε σ΄ αυτόν η Θεοτόκος, και του επέδωσε ειλιγμένο χαρτί («κόντος» και «κοντάκιον»), το οποίο αφού έφαγε αμέσως αξιώθηκε του χαρίσματος, δηλαδή έγινε μουσικός και καλλίφωνος,ενώ ο ίδιος ήταν άμουσος παντελώς και αηδής κατά την φωνή. Αμέσως αφού εποίησε το «Η παρθένος σήμερον» το έψαλε από τον άμβωνα, αποσπώντας τον θαυμασμό των πιστών. Ήταν το πρώτο του Κοντάκιον και ακολούθησαν αλλά χίλια από τα οποία διακρίνονται και τα εξής, «Επεφάνη σήμερον», «Τα άνω ζητών», «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον», «Ως απαρχάς της φύσεως» και άλλα.
Συνέταξε επίσης ύμνους για τις Δεσποτικές, Θεομητορικές και εορτές επιφανών αγίων,καθώς και τα αυτόμελα προσόμοια στιχηρά εις ήχον πλάγιον β΄ «Αι Αγγελικαί προπορεύεσθαι δυνάμεις». Έργο αυτούείναι και ο ψαλλόμενος συγκινητικός ύμνος «Ψυχή μου, ψυχή μου,ανάστα τι καθεύδεις;» του Μεγάλου Κανόνος. Ο Ρωμανός πρώτος εποίησε και τους Οίκους. Ως πηγές δε προς σύνθεσητων Οίκων και των Κοντακίων χρησιμοποίησε τις βιογραφίεςτων μαρτύρων.
Ο διάσημος βυζαντινολόγος καθηγητής Κρουμβάχερ εξέδωσε στο Μόναχο πολλά ανέκδοτα άσματα του Ρωμανού και άλλων,από χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου. Υπό το όνομα «Κοντακάριον» βρέθηκε στην βιβλιοθήκη της Μόσχας ελληνική χειρόγραφη περγαμηνή, που περιέχει Κοντάκια και Οίκους για όλο τον ενιαυτό, αλλά όχι και όλα τα έργα του Ρωμανού. Ήδη δεν γνωρίζουμε τα περισσότερα Κοντάκια του Ρωμανού, γιατί αυτά αντικαταστάθηκαν από τους Κανόνες. Εν χρήσει όμως παρέμεινε ο περιώνυμος του Ρωμανού ύμνος εις την Γέννηση του Xριστoύ, του οποίου η πρώτη στρoφή απήρτισε το γνωστό Κοντάκιο των Χριστουγέννων και το οποίο μέχρι τον ΙΒ΄ αιώνα εψάλλετo κατ’ έτος σε επίσημα γεύματα από τους ενωμένους χορούς των λεγομένων Αγιοσοφιτών και Αποστολιτών. Η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του Αγίου, την 1η Οκτωβρίου εκάστου έτους.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
O Βίος και το έργο του
Στην ιστορία της καθ’ημάς εκκλησιαστικής μουσικής βλέπουμε έξοχους υμνογράφουςκαι μουσικώτατους άνδρες, που έχουν αποκρυσταλλώσειστην θεία τέχνη την προσωπικότητα τους, γιατί ηιστορία αυτών είναι και ιστορία της ιεράς μουσικής. Σ΄ αυτούς συγκαταλέγεται και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μέγαςαυτός πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο οποίος ήταν κατά την μαρτυρία του Σουΐδα «ανήρ ελλογιμώτατος και ουδενός δεύτερος των κατ’αυτόν επί παιδεία λαμψάντων», διακρίθηκε ως βαθύς και διάσημος θεολόγος και ο οποίος έθεσε τις βάσεις της δογματικής θεολογίας, και ως έξοχος υμνογράφος, κυρίως δε ως κορυφαίος των εκκλησιαστικών ιερών μελωδιών και ασματογράφων.
Θεωρείται το μεταίχμιο της αρχαίας και νεώτερης εκκλησιαστικής μας μουσικής, έχοντας διαρρυθμίσει και ανακαινίσει την ιερά μουσική και την παρασημαντικήαυτής και θέτοντας φραγμό στην όλο και αυξανόμενη από τον Δ’ μ.Χ. αιώνα, μουσική κατάχρηση. Απεκάθαρε το εκκλησιαστικό άσμα από τα απρεπή και ανάρμοστα μέλη της θυμελικής μουσικής που είχαν εισαχθεί στην Εκκλησία, χωρίς όμωςνα απορρίψει τα προγενέστερα εκκλησιαστικά άσματα, τα οποία ήταν καθιερωμένα από την αρχαιότητα. Και όπως oι αρχαίοι Έλληνες παρέλαβαν την μoυσική τους εν μέρει από άλλους λαούς,τους Φρύγιους και Λύδιους (Φρύγιος και Λύδιος τρόπος ή ήχος), φρόντισαν όμως ν’αναπτύξουν και να προαγάγουν αυτήν και να ενατυπώσουνστην ξένη μουσική τον ίδιο χαρακτήρα αναδείξαντες αυτήν όντως ελληνική. Έτσι και ο Χριστιανισμός μη αρκεσθείς σε ό,τι παρέλαβε από την εθνική μουσική των Ελλήνων, φρόντισε να μεθαρμώση την μoυσική αυτών στιςανάγκες της θείας λατρείας αυτού, να καλλιεργήσει και να προαγάγει αυτήν συν τω χρόνω σε βαθμό που κινούσε τον θαυμασμό. Έτσι διαμορφώθηκε η λεγόμενη «Βυζαντινή» μουσική, τροποποιημένη από τους Πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως από τον Δαμασκηνό, σύμφωνα προς τις απαιτήσεις της αγίας ημών πίστεως και τον χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ποιήσεως και υμνωδίας.
Με τον Δαμασκηνό αρχίζει η δεύτερη περίοδος της μελοποιΐας, κατά την οποία το ενωμένο έργο του συγγραφέα και μουσικού άρχισε να διακρίνεται, γι΄αυτό και οι ποιητές λέγονταν υμνογράφοι και όχι μελωδοί. Και η μεν Α΄ περίοδοςτης μελοποιΐας που άρχισε από τους πρώτους αιώνεςκαι συνεχίζοντας μέχρι του Η’ αιώνα περιλαμβάνειτο Ειρμολογικό και Στιχηραρικό μέλος, κατά το οποίοοι μελωδίες ήταν μάλλον λιτές και σύμμετρες, η δε Β΄ περίοδος περιλαμβάνει διάφορα είδη ψαλτικής, όπως χερουβικά, κοινωνικά, αλληλουάρια, κρατήματα, πολυελέους, που ανήκουν στο ΙΙαπαδικό μέλος, που είναι και το διεξοδικότερο των άλλων.
Ο Δαμασκηνός, κατά τους βιογράφους του, Θεοφάνη τον Ομολογητή, τονπατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη, τον Μ. Λογοθέτη Κωνσταντίνο τον Ακροπολίτη, τον Σουΐδα και τον Κεδρηνό, γεννήθηκε το 676 μ.Χ. και απέθανε το 756 μ.Χ. Πατρίδα είχε την Δαμασκό, γι΄αυτό και λέγεται Δαμασκηνός. Προερχόταν από γένος επιφανέστατου οίκου. Ο πατέρας αυτού Σέργιος, ήταν διοικητής της Δαμασκού, που ήταν τότε υποταγμένη στους Σαρακηνούς, κατ’άλλους δε ήταν θησαυροφύλακας του Καλίφου Αβδούλ Μελίκ του Α’. Ο πατέρας του λοιπόν εξαγόρασε τον αιχμάλωτο Κοσμά από την Καλαβρία της Ιταλίας, τον οποίο έλεγαν «Ξένο», «Ικέτη» και «Ασύγκριτο», και ο οποίος εκπαίδευσε τον Ιωάννη, καθώς και τον ασματογράφο και μετέπειτα ιεράρχη της επισκοπής Γάζης, ΜαϊουμάΚοσμά τον Μελωδό.
Με προτροπή και παράκληση του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννου, ο Δαμασκηνός ενδύεται το μοναχικό τριβώνιο και χειροτονείται, απ΄ αυτόν πρεσβύτερος. Διάλεξε δε ως ερημητήριο τηνμονήτου αγίου Σάββα που βρίσκοντανόχι μακριά από τα Ιεροσόλυμα,γι΄αυτό και λέγεται και Ιεροσολυμίτης. Εδώ πέρασε τη ζωή του συγγράφοντας και μελετώντας. Πολέμησε ισχυρά τους εικονομάχους αυτοκράτορες Λέοντα τον Γ’ τον ΄Ισαυρο και τον Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο. Με επιστολές του παραινών τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, προασπίζονταν την τιμήν και προσκύνηση των εικόνων. Ιστορείται μάλιστα ότι ο Λέων οργισμένος διέταξε να μιμηθούν την γραφή του Δαμασκηνού και να αποστείλουνστον Καλίφη πλαστή επιστολή αυτού, με την οποία αυτός φαίνεται ότι προσέφερε την Δαμασκό στους Βυζαντινούς. Ο δε Καλίφης έκοψε το δεξί χέρι αυτού, το οποίο όμως ιάθη ως εκ θαύματος. Τότε δε ο ιερός ψαλμωδός ανέμελψε τον Α΄ Ειρμόν του Κανόνος του Α’ ήχου «Σου η τροπαιούχος δεξιά,θεοπρεπώς εν ισχύϊ δεδόξασται». Ένεκα της ευγλωττίας του επωνομάσθηκε και «Χρυσορρόας» ή «Χρυσόστομος» από δε τους μελωδούς «Μαΐστωρ της μουσικής». Από τον Κοπρώνυμο εκλήθη «Μανσούρ», και από άλλους πολέμιους του επωνυμικά «Σαραβαΐτης» και «Αρκλάς» για χλευασμό. Η Ανατολική Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του την 4 Δεκεμβρίου, η δε Δυτική την 6 Μαΐoυ.
Τα ποιητικά και ασματικά έργατου Δαμασκηνού.
Τα έργα του Δαμασκηνoύ ανάγονται σε πέντε τάξεις, σε καθαρώς φιλοσοφικά ή διαλεκτικά, σε θεολογικά, σε ερμηνευτικά ή κριτικά, σε ποιητικά, και σε άσματα ήτοι μουσικά. Ο Δαμασκηνός, ως υμνογράφος και μουσικός, παρατηρούμε ότι μετέφερε σε απλούστερο είδος την ψαλμωδία της πριν από αυτόν εποχής, και επελήφθη του κανονισμούκαι της διαρρύθμισης της ψαλμωδίας, συντάσσοντας για τον λόγο αυτό την Οκτώηχο κατά τους οκτώ ήχους, τους παραγόμενους κατά τινα τροποποίηση και μεταβολή από τα πολυάριθμα είδη των μελών τηςελληνικής Μουσικής, των οποίων ο χαρακτήρας συμβιβάζονταν προς τα σεμνά και ιερά της Εκκλησίας αισθήματακαι συνεργούσε σε δοξολογία του Θεού και κατάνυξη, παρακωλύσας δε όλα τα μέλη των οποίων τα αισθήματα ήσαν άσεμνα και απρεπή, ενθουσιαστικά, θούρια και πολεμιστήρια. Ο Δαμασκηνός συμπεριέλαβε την απλότητα των μελών των οκτώ ήχων στην Οκτώηχο αυτού.
Επενόησε επίσης για τους οκτώ ήχους και δική του αγκιστροειδή παρασημαντική. Kαι είναι αλήθεια ότι τα αγκιστροειδή μουσικά σημεία, με τα οποία έγραψε τις μελωδίες που έφτιαξε και μελοποίησε, έχουν την αρχή τους στους προ αυτού τρεις αιώνες. Οι χαρακτήρες του Δαμασκηνού ήταν γριφώδεις και συμβολικοί, όμοιοι προς τους ιερογλυφικούς εκείνους των αρχαίων Αιγυπτιακών γραμμάτων. Κάθε χαρακτήρας παριστάνει πολλάκις ένα φθόγγο αλλά και πολλούς.
Ο Δαμασκηνός ως γνώστης της θεωρίας της Μουσικής παρατήρησε ότι η γνώση της μελωδίας των ήχων περιορίζονταν μόνο στην πράξη, η δε θεωρητική διάταξη της μελωδίας και η αμοιβαία σχέση των ήχων διατελούσαν παρημελημένα. Πρώτος εσυστηματοποίησε την αρχαία οκτωηχία, συγγράφοντας θεωρία για την πράξη της ιερής μουσικής στη βάση του ελληνικού Πεντάχορδου ή Τροχού. Της μουσικής θεωρίας των εκκλησιαστικών ήχων η πρακτική εφαρμογή είναι η Οκτώηχος.
Υπό το όνομα του Δαμασκηνού σώζεται σε περγαμηνή «εν τοις παλαιοίς Στιχηραρίοις τοις επί μεμβράνης γεγραμμένοις»Γραμματική Μουσικής ή Κανόνιον κατά τους ορισμούς και κανόνας των αρχαίων Ελλήνων, όπου πραγματεύεται περί διαιρέσεως των οκτώ ήχων, περί παραγωγής των πλαγίων ήχων από τους κύριους, και περί των ονομασιών των οκτώ ήχων και των αντιστοίχων αυτών στην αρχαία ελληνική μουσική. Επιγράφεται δε «Αρχή των σημείων της ψαλτικής τέχνης των ανιόντων και κατιόντων σωμάτων τε και πνευμάτων και πάσης χειρονομίας». Πραγματείες περί θεωρίας της Μουσικής μετά τον φωστήρα Δαμασκηνό έγραψαν Μανουήλ ο Βρυέννιος, Ιωάννης ιερεύς Πλουσιαδηνός, Ιωάννης Μαΐστωρ ο Κουκκουζέλης, Ιωάννης ο Κλαδάς, Μανουήλ ο Χρυσάφης, Δημήτριος ο Καντεμίρης, Κύριλλος ο αρχιεπίσκοπος Τήνου, Βασίλειος Στεφανίδης ο Βυζάντιος, Χρύσανθος ο μητοοπολίτης Δυρραχίου, Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ, Θεόδωρος Φωκαεύς,Μαργαρίτης ο Δοβριανίτης, Γεώργιος ο Λέσβιος, ΠαναγιώτηςΑγαθοκλέους, Κυριακός Φιλοξένης ο Εφεσιομάγνης και άλλοι σύγχρονοι μας. Θεωρητικό εξέδωσε και η Επιτροπή του 1881 που είχε συσταθεί από το Οικ. Πατριαρχείο.
Το πρώτο ποιητικό και ασματικό προϊόν του Δαμασκηνού τυγχάνει η Οκτώηχος, την οποία εμέλισε στη βάση της οκταήχου αυτού υμνωδίας. Από τα διάφορα Τροπαρία που απαρτίζουν την Οκτάηχο στον Δαμασκηνό αποδίδονται μόνον οι ακολουθίες του Εσπερινού των Σαββάτων και τoυ Όρθρου των Κυριακών, καθότι τα Ανατολικά λεγόμενα στιχηρά ανήκουν στον Ανατόλιο μοναχό τον Στουδίτη που έζησε μετά τον Δαμασκηνό, τα Απόστιχα στον Παύλο τον Αμμορίου η της Ευεργέτιδος, oι Τριαδικοί Κανόνες στον Μητροφάνη τον Σμύρνης, τα ένδεκα Εωθινά στον Λέοντα τον Σοφό, τα ένδεκα Εξαποστειλάρια στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο και oι Αναβαθμοίστον Θεόδωρο τον Στουδίτη. Την Οκτάηχο, στην οποία βρίσκεται άπασα η χριστιανική δογματική διδασκαλία, παραδέχονται στην εκκλησιαστική χρήση όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής και Δύσης, κελεύσει του Φράγκου Ρήγα Καρλομάγνου, ζώντος έτι τoυ Δαμασκηνού.
Ο θείος μουσουργός, πλην των Κανόνων της Οκτωήχου εποίησε και τον λαμπρότατο Κανόνα της εορτής της λαμπροφόρου Αναστάσεως «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί», τον οποίο όταν άκουσε ο Κοσμάς ο Μελωδός, που επίσης είχε γράψει Κανόνα για την ίδια εορτή σε ήχο Β’, «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», ανεφώνησε «Kαι συ αδελφέ Ιωάννη, το παν όλον εν τοις τρισί τούτοις συμπεριέλαβες, και oυδέν αφήκας έξωθεν· ήττημαι γουν εγώ και την ήτταν ομολογώ· όθεν ο μεν σός κανών εχέτω τα πρωτεία και αριστεία, και ψαλλέσθω δημοσίως εν ταις του Χριστού Εκκλησίαις, ο δε εμός εν σκότει και γωνία γενέσθω ως μη εν φωτί άξιος διά τε τα νοήματα και δια τε τον πενθικόν και κλαυθμηρόν ήχον, καθ’ον εμελοποίηθη, ανάρμοστον πάντη όντα εν τη λαμπροτάτη και κοσμοχαρμοσύνω ημέρα της του Κυρίου Αναστάσεως». Ο Δαμασκηνός συνέταξε πάνω από εξήντα Κανόνες για τις κυριότερες εορτές της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι ανθολογία εύρυθμος από τους Πανηγυρικούς Λόγους του Γρηγορίου του Θεολόγου και άλλων.
Εκ των Κανόνων τoυ θείου Ιωάννoυ αναφέρουμε:
«Έσωσε λαόν θαυματουργών Δεσπότης», «Στείβει θαλάσσης κυματούμενον σάλω», «Θείω καλυφθείς ο βραδύγλωσσος γνόφω», φτιαγμένοι σε ιαμβικούς τρίμετρους, κατ’ απομίμησιν Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, τον οποίο είχε και αυτός πρότυπο, όπως και ο Κοσμάς ο Μελωδός. Ο Δαμασκηνός μουσούργησε και τον κατ’ Αλφάβητο Κανόνα της εορτής του Ευαγγελισμού «Ανοίξω το στόμα μου», ποιήσας για την Δ’ ωδή δύο Ειρμούς «Την ανεξιχνίαστον θείαν βουλήν και «Ο καθήμενος εν δόξη». Επίσης τους Κανόνες «Παρθένοι νεάνιδες συν Μαριάμ τη Προφήτιδι», «Τώ Σωτήρι Θεώ τω εν θαλάσση λαόν», εις την Υπαπαντήν, εις την Ύψωσιν του Σταυρού, εις το Γενέσιον της Θεοτόκου, στους Προφήτας, στους Αποστόλους, στους ιεράρχας, στους μάρτυρες, στους οσίους, στα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως, στην ανάμνηση του επιφανέντος σημείου του Σταυρού στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, κλπ. Υπομνήματα δε και ερμηνείες στους ασματικούς Κανόνες τoυ θείου μελωδού έγραψαν ο Ζωναράς, ο Γρηγόριος ο Πάρδος επίσκοπος Κορίνθου, Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης, Μάρκος ο Εφέσου και Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Στον ιερό Δαμασκηνό αποδίδονται και οι εξής εκκλησιαστικοί ύμνοι «Υπερένδοξε αειπάρθενε ευλογημένη Θεοτόκε προσάγαγε», «Επί σοι χαίρει κεχαριτωμένη πάσα η κτίσις», «Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ», «Ελέησον ημάς Κύριε ελέησον ημάς», «Κύριε ελέησον ημας επί σoι γαρ πεποίθαμεν», «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον ημίν ευλογημένη Θεοτόκε», «Πολλά τα πλήθη των εμών Θεοτόκε πταισμάτων», «Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι», «Των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγε», τα Τροπάρια στις Ώρες και τα Στιχηρά του Πάσχα, τα 26 νεκρώσιμα ιδιόμελα και στιχηρά τα ποιηθέντα στην μονή του αγίoυ Σάββα. Αυτά τα έξοχα και λαμπρά έργα του Δαμασκηνού, χρησίμευσαν σαν υπόδειγμα στους μεταγενέστερους μελωδούς της Εκκλησίας, και τα οποία διαδόθηκαν παντού και συνετέλεσαν στο να περιπέσουν σε αχρηστία τα πολλά Κοντάκια του Ρωμανού, με εξαίρεση ολίγων.
Στον θείο μουσουργό αποδίδονται και τα εξής μουσουργήματα, τα οκτώ μέγιστα Κεκραγάρια, τα προωδικά του Ακαθίστου ύμνου, το Αργό «Θεός Κύριος» του Ακαθίστου, «Το προσταχθέν μυστικώς», το δίχορο αργό «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», το «Ότε oι ένδοξοι μαθηταί», το εις ήχο Α΄ Κοινωνικό «Γεύσασθε και ίδετε», το εις ήχον Πλ. Β΄ Χερουβικό των ΙΙροηγιασμένων «Νυν αι δυνάμεις» και άλλα πολλά μαθήματα, ως Χερουβικά και Κοινωνικά. Τα μεγάλα μαθήματα του Δαμασκηνού μετέφερε στην αναλυτική μoυσικήν γραφή του, ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, και οι διδάσκαλοι Γρηγόριος Πρωτοψάλτης και Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ.
Προσθέτουμε δε εδώ ότι το πλήθος των νέων ασμάτων, τα οποία παρέδωσαν στην Εκκλησία ο Δαμασκηνός και ο Κοσμάς ο Μελωδός, ουσιαστικά διεύρυναν τον κύκλο της εκκλησιαστικής λατρείας, διό και εδέησε να αναθεωρηθεί παρά του θείου φωστήρα της Δαμασκού το τέως στοιχειώδες Ιεροσολυμιτικόν Τυπικόν Σάββα του ηγιασμένου, στο οποίο περιελήφθησαν και τα καθιερωμένα άσματα από την αρχαιότητα. Επειδή δε προ του Δαμασκηνού κάθε τοπική Εκκλησία και κάθε μονή είχε δικό της Τυπικό, αυτό του Δαμασκηνού συνετέλεσε στην εκκλησιαστική ενότητα.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Κατ’ εξοχήν επονομασθείς, Ιεροσολυμίτης δε και Αγιοπολίτης. Συμμόνασε επί μακρόν στο περιώνυμο μοναστήρι του αγίoυ Σάββα μετά του ισαδέλφου τουΙωάννου του Δαμασκηνού. Διετέλεσε επίσκοπος Μαϊουμά της Γάζης (750). Ήταν ορφανός γι΄αυτό και υιοθετήθηκε από τον Σέργιο, πατέρα του φωστήρα της Δαμασκού Ιωάννη του Δαμασκηνού και συνεσπούδασε μαζί του έχοντας αμφότεροι δάσκαλον τον σοφό Κοσμά τον επικαλούμενο Ξένον ή Ικέτην και Ασυγκρίτον και ο οποίος κατάγονταν από την Ιταλία.
Ο ιερός Κοσμάς συνέγραψε πολλούς Κανόνες και ιαμβικούς και πολλά Τροπάρια. Μεταξύ των πανηγυρικών Κανόνων του υπέροχη θέση κατέχει ο εις την Xριστoύ Γέννησιν «Χριστός γεννάται δοξάσατε», (Από τον Πανηγυρικό λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου) τον οποίο χρησιμοποίησε κατά λέξη, και μελοποίησε εις ήχον α΄.
Τον β΄ ήχο χρησιμοποίησε στην δεύτερη εορτή του Kυρίoυ, τα Θεοφάνεια, και τον γ΄ ήχο στην τρίτη εορτή του Κυρίου, την Υπαπαντή. Τον δ΄, στα Βαΐα, στην Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών παραλείποντας τον πλ.α΄ ήχο ως πανηγυρικό, ενώ τον β΄ και πλ.β΄ χρησιμοποίησε κατά κόρον, ως πένθιμους ήχους. Στην εορτή της Πεντηκοστής χρήση γίνεται του Βαρέως ήχου και στην Ύψωση του Σταυρού, του πλ.δ΄.
Επίσης εποίησε και κανόνες στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος «Χοροί Ισραήλ ανίκμοις ποσί», στην Κοίμηση της Θεοτόκου «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη» και άλλους πολυάριθμους, για τους οποίους λεπτομερή ερμηνεία έκαμαν οι Γρηγόριος ο Κορίνθου, Θεόδωρος ο Πτωχοπρόδρομος και Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εποίησε και τα βραχύτερα ποιήματα της Μ. Εβδομάδας που αναφέρονται για κάθε μέρα ξεχωριστά, τα ονομαζόμενα κατά τον αριθμόν των ωδών Διώδιον, Τριώδιον, Τετραώδιον. Κατά μίμηση oι Στουδίται Θεόδωρος και Ιωσήφ εποίησαν Τριώδια για άλλες μέρες του έτους και κυρίως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Ο ονομαστότατος αυτός μελοποιός των βυζαντινών χρόνων, η δεύτερη πηγή της Μουσικής μετά τον Δαμασκηνό, ο οποίος χαρακτηρίζεται και «Μαΐστωρ της μουσικής» , αποτελεί ιδίαν εποχή στην ιστορία της ιεράς τέχνης όχι μόνο γιατί κατακόσμησε την εκκλησιαστική ψαλμωδία με μελιστάλακτα άσματα, αλλά και για τις τροποποιήσεις και μεταβολές ή προσθαφαιρέσεις που επεχείρησε στα σημεία της καθιερωθείσης συμβολικής γραφής των μελωδιών του φωστήρα τηςΔαμασκού Ιωάννη, τις οποίες και ερμήνευσε με βραχεία ερμηνεία, η οποία μαρτυρεί ότι ένα μουσικό σημείο, ως π.χ. το Ουράνισμα, συνίσταται, παρ’ αυτώ από 20 απλά σημεία. Η χρήσις της παρασημαντικής του Κουκκουζέλη γίνονταν μέχρι των μέσων του ΙΗ’ αιώνα, οπότε ο Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας Ιωάννης ο Τραπεζούντιος (1756), κελεύσει του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του από Νικομηδείας, χάριν ευχερέστερης μετάδοσης της ψαλμωδίας άλλαξε το σύστημα των χαρακτήρων, εισάγοντας απλούστερη μέθοδο παρασημαντικής.
Ο Ιωάννης γεννήθηκε κατά τον ΙΒ’ αιώνα στο Δυρράχιο της Ιλλυρίας, και ονομάστηκε δε Κουκκουζέλης γιατί όταν τον ρωτούσαν οι μαθητές του στην αυτοκρατορική σχολή της Κωνσταντινουπόλεως, τι τρώγει, απαντούσε «κουκκία και ζέλια» (μπιζέλια), γιατί ήταν φτωχός.
Ο Ιωάννης είχε κλίση από παιδί προς τα γράμματα αλλά και προς την ιερή μουσική, διαπρέποντας δε και για το ηδυμελίφθογγο της φωνής του, προσελήφθη και στην βασιλική Μουσική Σχολή, όπου και αναδείχθηκε κράτιστος μύστης της θείας τέχνης και εφελκύσας την αγάπη των μεγιστάνων της εποχής και την εύνοια του αυτοκράτορα, από τον οποίο διορίζεται, αρχιμουσικός των αυτοκρατορικών ψαλτών. Αλλά ο Ιωάννης, παρότι απολάμβανε στο Παλάτι όλα τα αγαθά, και γνωρίζοντας την επιθυμία του αυτοκράτορα όπως εισαγάγη αυτόν εις συγγενική συνάφεια με κάποιον από τους μεγιστάνας, προνοών όμως μάλλον περί της ψυχής αυτού, αποφασίζει να εγκαταλείψει το Παλάτι. Επί τούτω απατά τον αυτοκράτορα και μεταβαίνει στον τόπο όπου γεννήθηκε για να λάβει δήθεν την μητρική συγκατάθεση για τον γάμο. Εκεί εμέλισε την θρηνωδία (μοιρολόγι) που λέγεται «Βουλγάρα», την οποία άκουσε κρυφά ιστάμενος εντός της οικίας παρά της θρηνωδούσης μητρός αυτού, προς την οποία φίλοι του Ιωάννου ψευδώς και σκοπίμως ανήγγειλαν τον θάνατον του γιου της.
Επανερχόμενος ο Ιωάννης στην Κωνσταντινούπολη και πληροφορηθείς παρά του ένεκα υποθέσεων εν τω Βυζαντίω ευρισκομένου ηγουμένου της εν Αγίω Όρει μονής της Μεγίστης Λαύρας τα περί του βίου των εν Άθω ερημιτών, απεφάσισε να δραπετεύσει και να μεταβεί στο Άγιον Όρος, φέροντας μαζί του την ράβδο και τον χιτώνα του. Εκεί στη μονή της Λαύρας ερωτηθείς ο Ιωάννης από τον θυρωρό ποιος ήταν, και τι θέλει, απεκρίθη ότι είναι άνθρωπος χωρικός, ποιμήν προβάτων και ότι επιθυμεί το μοναχικό σχήμα. Εις την παρατήρηση δε του θυρωρού για το νεαρόν της ηλικίας του, ο Ιωάννης ταπεινά απήντησε το του Ιερεμίου «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού».
Στη Μονή της Λαύρας κείρεται μοναχός και διορίζεται, ποιμήν των τράγων της μονής. Ανεγνωρίσθηκε δε από τον ηγούμενο, από το εξής γεγονός: Κάποια μέρα ο Ιωάννης καθήμενος και φυλάττων το ποίμνιο του άρχισε να ψάλλει. Κάποιος ερημίτης άκουσε την γλυκυτάτη του φωνή και με έκπληξη παρατήρησε ότι και αυτοί oι τράγοι ητένιζον προς τον ποιμένα τους ως εκ τoυ μέλους της ψαλμωδίας του. Αναγγέλλει τότε αυτά στον ηγούμενο της Λαύρας, ο οποίος και τον προσκαλεί, και αφού αναγνωρίζει τον Ιωάννη, τον επιτιμά ως μη δηλώσας εγκαίρως ότι ήταν ο πεφιλημένος ηδύφωνος μουσικός του αυτοκράτορα. Ο ηγούμενος αναγγέλλει τα γενόμενα στον αυτοκράτορα, συγκατατεθέντα όμως ναμη ενοχλήση τον αγαπητόν μουσικόν του που είχε δραπετεύσει από το Παλάτι. Έκτοτε ο Ιωάννης ζούσε μέσα σε κελί της Λαύρας, τις δε Κυριακές και εορτές έψαλε στον ναό με κατάνυξη μαζί με τους άλλους ιεροψάλτες. Οι κόποι δε αυτούκαι ο προς την μελωδία ζήλος ανταμείφθηκαν δι’oυρανίου επισκέψεως. Κατά την παράδοση, σε κάποια παννυχίδα, Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας των Νηστειών, όταν ψάλλεται ο Ακάθιστος ύμνος, μετά το τέλος του κανόνος ο Ιωάννης κουρασμένος από την αγρυπνία αποκοιμήθηκε στο στασίδι, και αφυπνισθείς βρίσκει στο χέρι του το δώρο της Θεοτόκου, χρυσό νόμισμα, του οποίου το μισό βρίσκεται σήμερα παρά την εικόνα της Θεοτόκου στο ναό της Λαύρας, το άλλο δε μισό ζητήθηκε, λόγω ευλαβείας, και εστάλη στην Ρωσσία. Έκτοτε ο Ιωάννης υπεραύξησε τον ζήλο του προς την ψαλμωδία και έψαλε στον ναό καθημερινά.
Ο Ιωάννης εθαυμάζετο για την τέχνη και γλυκύτητα της φωνής του και για την ωραία του μορφή. Κατατάχθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, γεραιρόμενος την 1 Οκτωβρίου.
Ο Κουκκουζέλης συνέγραψε θεωρητικό έργον περί Μουσικής τέχνης, και βιβλίο με μουσικά σημεία που περιέχει εκκλησιαστικά άσματα. Εποίησε το λεγόμενο Μέγα Ίσον της Παπαδικής. Προσέτι τον κυκλικό Μέγιστο Τροχό της μουσικής, ο οποίος έχει περί αυτόν άλλους τέσσερις μικρότερους Τροχούς, από τους οποίους οι μεν δύο, άνωθεν δεξιά και αριστερά, oι δε δύο κάτωθεν ομοίως. Έκαστος δε αυτών δια μαρτυριών παριστάνει την πλαγίαν πτώσιν ενός εκάστου πλαγίου ήχου προς τον εαυτού κύριο ήχο, και ένθα, παραβάλλει ο ποιητής τους καθ’ημάς οκτώ ήχους μετά των οκτώ ήχων των αρχαίων. Ανωθεν δε και κάτωθεν των μικροτέρων Τροχών φέρει ολογράφως τα ονόματα των κυρίων και πλαγίων ήχων, ως, Δώριος, Λύδιος, Φρύγιος, Μιξολύδιος, Υποδώριος, Υπολύδιος, Υποφρύγιος, Υπομιξολύδιος. Μουσούργησε προσέτι κατά τους οκτώ ήχους Χερουβικά σύντομα και μακρά έντεχνα, από τα οποία σώζεται ένα σε ήχο πλ.β΄ (παλατιανό), ένα Κοινωνικό «Αινείτε» εις ήχον πλ.α΄, και ένα «Γεύσασθε» σε ήχο πλ. α΄, τα μεγάλα και έντεχνα Ανοιξαντάρια, το αργό «Μακάριος ανήρ», το εις την αρτοκλασία «Χαίρε κεχαριτωμένη» κατ’αναγραμματισμό σε ήχον Α΄ τετράφωνο, Αλληλουάρια σε ήχο α΄ και πλ.α΄, το «Άνωθεν oι Προφήται», την φήμην «Τον δεσπότην και αρχιερέα», πολυελέους, δοχάς, καλοφωνικούς ειρμούς, πασαπνοάρια και άλλα πολλά, από τα οποία άλλα έχουν εκδοθεί και άλλα είναι ανέκδοτα.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Πέτρος Γλυκύς ο Μπερεκέτης επωνυμούμενος, εκ της τουρκικής λέξεως «μπερεκέτ» (αφθονία) την μεταχειρίζετο όταν οι μαθητές του τον ρώταγαν, αν έχει και άλλους Ειρμούς να διδάξη.
Μαζί με τους Χρυσάφη το Νέο, Γερμανό Νέο Πατρών και τον Μπαλάσιο Ιερέα υπήρξαν οι 4 μεγάλοι μουσικοί που ήκμασαν στα τέλη του ΙΖ΄ου αιώνος και αρχάς του ΙΗ΄ου.
Υπήρξε ένας από τους πλέον διαπρεπέστερους μουσικούς μετά την άλωση, μελίσας πολλά και διάφορα άσματα, όπως το δίχορο «Θεοτόκε Παρθένε» μετά κρατήματος, πολυελέους, δοξολογίες, ασματικά έντεχνα, πασαπνοάρια, κοινωνικά της εβδομάδος, κοινωνικά του ενιαυτού σε διάφορους ήχους, χερουβικά και τις καταβασίας της Χριστού Γεννήσεως.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα εις την μέλισιν των Ειρμών, υπερβάλλοντας όλους τους σύγχρονους του, γι΄ αυτό και οι ειρμοί αυτοί κλήθηκαν «Καλοφωνικοί» από τους μελωδούς, λόγω της απαράμιλλης γλυκύτητας που είχαν. Ο ίδιος δε ονομάσθηκε «πατήρ των Καλοφωνικών Ειρμών».
Από τα μουσουργήματα του Μπερεκέτου τα περισσότερα μετατράπηκαν από την αρχαία παρασημαντική στην Νέα από τους Χρύσανθο και τον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη και δημοσιεύθηκαν σε διάφορες Ανθολογίες.
Έζησε όταν Πρωτοψάλτες της Μ. Εκκλησίας ήταν οι Παναγιώτης Χαλάτζογλου και Ιωάννης ο Τραπεζούντιος. Διδάχθηκε την μουσική στην πατρίδα του, την Κωνσταντινούπολη, και μετά στο Άγιον Όρος κοντά στον ξακουστό μουσικό Δαμιανό τον Βατοπεδινό. Διετέλεσε ιεροψάλτης για πολλά χρόνια στον Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου στα Ψωμαθειά στην Κωνσταντινούπολη.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Το όνομα Πέτρου του Πελοποννήσιου, Λαμπαδαρίου της Μ. Εκκλησίας, αποτελεί ιδίαν εποχή εν τη ιστορία της καθ’ ημάς μουσικής. Υπήρξε ούτος ο μέγας μουσικός του ΙΗ’ αιώνος, η τέταρτη πηγή της μουσικής, ο δικαίως θαυμαζόμενος ως έξοχος μουσικοδιδάσκαλος και ως κλασικός συγγραφεύς, ου τα έργα και το απλούν και απέριττο και σεμνό και επιβάλλον εκκλησιαστικό μουσικό μέλος και ύφος εσαεί διαμενούσιν ως πολύτιμος οδηγός εις τους παρ’ ημίν ιεροψάλτας και ως μνημείο κλασικό της ιερής μουσικής. Μεγάλως ευηργέτησε την θείαν τέχνην εις χρήσιν ποιησάμενος,αντί των τέως δυσνοήτων μουσικών χαρακτήρων, νέου συστήματος γραφικού προς παρασήμανσιν των μελών, μάλλον ευμεθόδου, δι’ ου απλοποίησε πλειότερον την Κουκουζέλιον και την του διδασκάλου αυτού Ιωάννου του Τραπεζουντίου παρασημαντικήν και ερμήνευσε τας των αρχαιοτέρων μελών θέσεις. Ο Πέτρος εθαυμάζετο υπό των συγχρόνων αυτού και δια την έξοχον μουσικήν αυτού αντίληψιν και μίμησιν, δυνάμενος μάλιστα να διαφυλάξη πιστώς δια της γραφής οιονδήποτε μέλος έστω και άπαξ ψαλλόμενον υπ’ άλλου. Έντευθεν υπό των Οθωμανών εκαλείτο Χ ι ρ σ ί ζ ΙΙ έ τ ρ ο ς (κλέπτης) και Χ ό τ ζ α ς (διδάσκαλος), διότι ό,τι εκείνοι επί μακρόν μοχθούντες εμέλιζον, αυτός άπαξ ακούων ψαλλόμενον είχε την δεξιότητα αμέσως να κλέπτη αυτό δια της γραφήςκαι καλλωπίζων να παραδίδει εις τον μελοποιόν ως νεοφανές δήθεν έργον αυτού. Διηγούνται δε ότι οι εγκρατείς της αραβοπερσικής μουσικής εκ κοινής συμφωνίας ουδέν νέον έργον αυτών εμουσούργουν άνευ της αδείας του Πέτρου.Θεωρείται ο ευεργετήσας και την αρμενικήν μουσικήν, άτε διδάξας εις τον Πρωτοψάλτην του εν Κοντοσκαλίω αρμενικού πατριαρχικού ναού Τερετζούν Χαμπαρτζούν τον τρόπον της γραφής των μουσικών μελών, χρήση ποιησάμενος των σημείων της μαρτυρικής ποιότητος των τριών γενών της ημετέρας αρχαίας μεθόδου δια την των φθόγγων της μουσικής κλίμακος Παραλλαγήν, ην φυλάττουσιν οι Αρμένιοι ως πολύτιμον κτήμα εις το πατριαρχείον αυτών και ενασχολούνται εις το να καταρτίσωσιν ιδίαν μουσικήν γραφήν.
Ο Πέτρος εγεννήθη περί το 1730 εν Πελοποννήσω, εμαθήτευσε δε παιδιόθεν εν Σμύρνη παρά τίνι ιερομονάχω μουσικώ, είτα δε εν Κων/πολει παρά Ιωάννη τω Τραπεζουντίω, Πρωτοψάλτη της Μ. Εκκλησίας, μεθ’ ου και συνέψαλλεν ως Β΄ δομέστικος. Μετά τον θάνατον του Τραπεζουντίου, ο Πέτρος διωρίσθη Λαμπαδάριος της Μ. Εκκλησίας, Πρωτοψάλτου όντος του Δανιήλ, διατελέσας τοιούτος μέχρι τον 1777, ότε αφηρπάγη υπό τον τότε λυμαινόμενου την βασιλεύουσαν λοιμού. Ανέδειξε πλείστους μαθητάς εκ των ημετέρων, των οθωμανών και των ευρωπαίων, προς ους εδίδασκε την καθ’ ημάς μουσικήν ή και την Αραβοπερσικήν. Εδίδαξε την μουσικήν μετά Δανιήλ του Πρωτοψάλτου και του τότε δομέστικου Ιακώβου του Πελοποννησίου και εις την τω 1776 ιδρυθείσαν, πατριαρχούντος Σωφρονίου του από Ιεροσολύμων, πατριαρχικήν Μουσικήν Σχολήν, Β΄ μετά την άλωσιν αριθμουμένην.
Ο Πέτρος Λαμπαδάριος ων ηρμήνευσεν εις την μέθοδον αυτού πολλών αρχαίων μουσικοδιδασκάλων μαθήματα, ως τα μεγάλα κεκραγάρια Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα μεγάλα Εωθινά Ιωάννου του Γλυκέως, τα μεγάλα Ανοιξαντάρια διαφόρων ποιητών, αργά τινά Πασαπνοάρια του Όρθρου, το «Άνωθεν οι Προφήται» και άλλα τινά μαθήματα του Οικηματαρίου και Μαθηματαρίου. Εμελούργησε δε ο χαλκέντερος μουσικός άπασαν την σειράν των εγκυκλίων μουσικών μαθημάτων, ήτοι το Σύντομον και το Αργόν Στιχηράριον, το Ειρμολόγιον, το Κρατηματάριον, το Οικηματάριον, την Παπαδικήν, το Μαθηματάριον κατ’ αvαγραμμισμούς, και άλλα αναρίθμητα. Συνύφανε δηλαδή μελοποιήσας δύο Αναστασιματάρια, αργόν και σύντομον, Ειρμολόγιον Καταβασιών, και Δοξαστάριον ήτοι το νέον ή σύντομον Στιχηράριον. Εμελούργησε τρεις σειράς Χερουβικά αργά και μίαν σύντομα, τρεις σειράς Κοινωνικά των Κυριακών και μίαν σειράν Κοινωνικά της εβδομάδος και άλλα Χερουβικά και Κοινωνικά εις τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς κατά τους οκτώ ήχους, ευλογητάρια αργά, σύντομα και συντομότερα, πολυελέους, δοξολογίας συντόμους και αργοσύντομους εις διαφόρους ήχους, πασαπνοάρια αργά του Όρθρου, εις ων τρία εις ήχον Πλ. Β΄, Ειρμούς καλοφωνικούς, κρατήματα, και άλλα διάφορα μουσουργήματα, ψαλλόμενα εις τους μικρούς και μεγάλους Εσπερινούς, εις τας παννυχίδας, εις τον Όρθρον των διαφόρων εορτών, εις τας λειτουργίας του Χρυσοστόμου, Βασιλείου και των ΙΙροηγιασμένων, και εις άλλας τελετάς, οίον, εις κηδείας, χειροτονίας, εις το βάπτισμα, τον γάμον, το ευχέλαιον κτλ. Εμέλισε δε και στίχους πολιτικούςκατά τα μακάμια των Οθωμανών και τους ρυθμούς αυτών. Την έξοχη μουσική αξία και ευφυΐαν του Πέτρου ως και την μεγάλην υπόληψιν, ης απήλαυε παρά τοις συγχρόνοις αυτού μουσικοίς, ημετέροις τε και οθωμανοίς, μαρτυρούσι και τα έξης περί αυτού σωζόμενα ανέκδοτα ιστορικά:
Τω 1770 αφίκovτo εκ Περσίας εις Κων/πολιν τρεις Οθωμανοί χανεντέδες φέροντες μουσούργημα αυτών, όπερ προυτίθεντο να ψάλωσι το πρώτον ενώπιον του Σουλτάνου Χαμίτ του Α΄ την ημέραν του βαϊραμίου. Επειδή δε τούτο έθιγε την φιλοτιμίαν των αυλικών μουσικών και των άλλων εμπείρων μουσικών της βασιλευούσης, εζήτησαν τας περί τούτου οδηγίας του Πέτρου, όστις κατέσχε το άσμα δια του επομένου τεχνάσματος: Τους τρεις ξένους μουσικούς προσεκάλεσαν εις γεύμα οι δερβίσαι του εν Πέραν Τεκκέ (μοναστηρίου); διαιρεθέντες ειςτρεις τάξεις κατά τους εαυτών βαθμούς. Η μία τάξις, ει το γεύμα προσφέρουσα εις τους εκ Περσίας ξένους και συνευθυμούσα, παρεκάλεσεν αυτούς να τραγωδήσωσι κατ’ αρχάς μεν εκ των συνήθων ασμάτων μετά των μουσικών οργάνων, είτα δε και το άσμα, όπερ έμελλον να ψάλωσιν ενώπιον του Σουλτάνου κατά την εορτήν του βαϊραμίου. Η παράκλησις των δερβισών εισηκούσθη, ο δε Πέτρος εν καταλλήλω θέσει κεκρυμμένος ων υπέκλεπτε δια της μουσικής παρασημαντικής το άσμα. Αλληλοδιαδόχως ενεφανίσθησαν κατόπιν ενώπιον των ξένων μουσικών και οι αποτελούντες την δευτέραν και τρίτην τάξιν των Δερβισών, προς ευχαρίστησιν των οποίων επανελήφθη το άσμα. Ο Πέτρος, αφού έγραψεν επί του χάρτου το τρις ψαλέν άσμα, εφάνη ερχόμενος εκ του προαυλίου του Τεκκέ προς την αίθουσαν, του συμποσίου. Οι δε Δερβίσαι έσπευσαν προς υποδοχήν αυτού λέγοντες τουρκιστί «ο διδάσκαλος έρχεται». Μετά τας ειθισμένας συστάσεις, εψάλη και πάλιν το άσμα υπό των ξένων μουσικών προς ευχαρίστησιν και του Ρωμαίου διδασκάλου των Δερβισών. Αλλά ο ΙΙέτρος τότε σοβαρώς παρετήρησεν ότι το ψαλέν άσμα είναι έργον του, όπερ αναμφιβόλως μαθητής τις αυτού εκ των διεσπαρμένων εις Αραβίαν και Περσίαν εδίδαξεν εις τους παρισταμένους μελωδούς, ουχί όμως πιστώς και ακριβώς. Επί τούτω oι τρεις ξένοι ισχυρίζονται ότι το άσμα είναι έργον αυτών, μελισθέν κατόπιν μεγάλων κόπων.Ο δε Πέτρος ψάλλει αυτό ως ίδιον έργον προς πανδουρίδα εκ χειρογράφου, το οποίον εξάγει εκ του θυλακίου αυτού. Τότε σοβαρά επεγένετο λογομαχία, καθ’ην εις των τριών ξένων μελωδών κατέθραυσεν εν οργή τη πανδουρίδα του Πέτρου. Έτερος δε εξ αυτών γινώσκων ότι οι Έλληνες μουσικοί έχουσι γραπτήν μουσικήν, και εννοήσας τον δόλον, όρμησε να φονεύση δια του εγχειριδίου αυτού τον Πέτρον. Εκ του τολμήματος τούτου επωφεληθέντες οι Δερβίσαι έδησαν τας χείρας και τους πόδας των τριών ξένων μελωδών και τους εφυλάκισαν εις τι μέρος του Τεκκέ. Μετά τινας ημέρας εξωρίσθησαν ούτοι ως αγύρται, και, ούτω διεσώθη, η υπόληψις και η αξιοπρέπεια των Οθωμανών του παλατίου μουσικών, χάρις εις την απαράμιλλον μουσικήν αντίληψιν και μίμησιν του μουσικολογιωτάτου Πέτρου του Πελοπονννησίου, ου το όνομα «Χιρσίζ Πέτρος» εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης εγράφη εις το ιερόν δελτίον της παρουσίας των ενδόξων οθωμανών σεΐχιδων και επί του παρά την ενδοτέραν πύλην του Τεκκέ κειμένου δευτέρου μαυσωλείου. Προσθετέον δε ότι η φήμη τoυ Πέτρου έφθασεν εις τας ακοάς του Σουλτάνου, όστις διέταξεν όπως ελευθέρως εισέρχηται ο πεφημισμένος ούτος μουσικός εις τα Ανάκτορα. Αλλά το εξής γεγονός έδωκεν αφορμήν όπως ο Πέτρος απολέση την κτηθείσαν δαψιλή εύνοιαν του Σουλτάνου.
Ημέραν τινά ο Σουλτάνος αναχωρήσας εκ των ανακτόρων του Βυζαντίου, μετέβη εις το κατά το Παλούκ παζάρ τέμενος Γενή τζαμί, δειπνήσας δε διενυκτέρευσεν εις το περίπτερον του τεμένους. Την αυτήν εσπέραν κατά σύμπτωσιν μετέβη και ο Πέτρος προς επίσκεψιν του μουεζίνη (ιεροψάλτου) του ρηθέντος τεμένους, παρ’ ω και συνεδείπνησε. Κατά το δείπνον ο Πέτρος έψαλε και εις άλλον ήχον το εις δύο μόνον ήχους τότε ψαλόμενον «σελάκ». Ο δε μουεζίνης όπως ωφεληθή εκ της τέχνης του Πέτρου, θεις κατά χώραν πάντα θρησκευτικόν λόγον, υπεχρέωσεν τον μουσικοδιδάσκαλον να ψάλη το «σελάκ» από του μιναρέ προς το λυκαυγές, τουθ’ όπερ και εγένετο. Αλλά ο Σουλτάνος ακούσας το ψαλέν, ηθέλησε την πρωίαν vα μάθη τον εις νεώτερον μέλος ποιήσαντα το «σελάκ».
Πληροφορηθείς δε τα γεγονότα κατά αλήθειαν, εχολώθη λίαν και διέταξε δύο εισαγγελείς όπως μεταβώσιν εις τα πατριαρχεία και αναγγέλωσι τω Πατριάρχη την τόλμην Πέτρου του Λαμπαδαρίου της Μ. Εκκλησίας, συλλάβωσι δε και απαγάγωση τον τολμητίαν εις το Σεϊχουλισλαμάτον ίνα γείνη η ανάκρισις αυτού θρησκευτικώς. Εν τη ανακρίσει ο Πέτρος τον φρενοβλαβή προσποιούμενος έβλεπεν άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ηδολέσχει, προσέβαλε τους παρισταμένους και έπαιζε κάρυα εν τη επιπέδω αιθούση του κριτηρίου. Oι δικασταί, πιστεύσαντες ότι παρεφρόνησεν ο ημέτερος μουσικοδιδάσκαλος, ενέκριναν να οδηγηθή εις το εν Εγρήκαπου τότε ευρισκόμενον εθνικόν φρενοκομείον, ένθα τα πάντα εχορηγούντο αυτώ, κελεύσει σουλτανική, πλην χάρτου και μελάνης. Και την έλλειψιν δε ταύτην εθεράπευσεν ο ευφυής Πέτρος, διότι παρά μεν των επισκεπτομένων αυτόν μαθητών της παρακείμενης σχολής Εγρήκαπου ελάμβανε χάρτην, εκ δε των προσενεχθέντων αυτώ βυσσίνων εσχημάτισε μελάνην και δια του μίσχου αυτών έγραψε το εις ήχον Πλ. Β΄ αργόν πασαπνοάριον του Όρθρου, το και Βυσσινόγραφον καλούμενον. Εξελθών δε του φρενοκομείου ως ιαθείς δήθεν μετά τεσσαρακονθήμερον εν αυτώ διαμονήν, εξηκολούθησε τα καθήκοντα αυτού εν τη Μεγάλη Εκκλησία και εν τω παλατίω.
Κατά την κηδείαν του Πέτρου, γενομένην εν τω πατριαρχικώ ναώ, ιστορείται ότι έλαβε χώρα το εξής ανέκδοτον: Προσήλθον εις αυτήν εκ πάντων των Τεκκέδων της βασιλευούσης οι Δερβίσαι, ζητήσαντες την άδειαν παρά του Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ όπως και αυτοί εις ένδειξιν σεβασμού προς τον κηδευόμενον διδάσκαλον ψάλλωσι επί του νεκρού την πένθιμον αυτών ωδήν μετά του πλαγιαύλου. Ο δε πατριάρχης απήντησε: «Συναισθάνομαι και εγώ την υμετέραν μεγίστην λύπην, την οποίαν προξένησε εις όλους μας ο θάνατος του μακαριστού διδασκάλου. Δεν σας λέγω μεν το όχι, αλλά ίνα μη δυσαρεστηθή η Κυβέρνησις, παρακαλώ πάντας υμάς όπως ακολουθήσετε άχρι του τάφου, και εκεί πράξατε το προς αυτόν καθήκον υμών». Εις τους λόγους του Πατριάρχου υπακούσαντες οι Δερβίσαι, ηκολούθησαν μετά δακρύων τον νεκρόν μέχρι το ψαλέν τρισάγιον και την κατάθεσιν του νεκρού εν τάφω έμελψαν αυλωδώς παθητικώτατα. Εις δε εξ’ αυτών καταβάς εις τον τάφον και φέρων ανά χείρας ως λαμπάδα καιομένην τον πλαγίαυλον αυτού, είπε τουρκιστί τάδε: «Ω μακαρίτα διδάσκαλε, λάβε και αφ’ ημών των ορφανών μαθητών σου το τελευταίον τούτο δώρον, ίνα συμψάλης άσματα δι’αυτού εις τον Παράδεισον μετά των αγγέλων». Τον δε πλαγίαυλον θεις εις τας αγκάλας του νεκρού, εξήλθε του τάφου ένδακρυς. Είτα οι Χριστιανοί, κατά το νενομισμένα, έθαψαν τον Πέτρον. Ο επιφανέστατος αυτός μουσικοδιδάσκαλος απήλαυε της εύνοιας των πατριάρχων Σαμουήλ του Χαντζερή (1763-1768 και 1773-1774) και Σωφρονίου Β΄ (1774-1780), και των Σουλτάνων Χαμίτ του Α΄ και Σελίμ του Γ΄, ελατρεύετο δε υπό των απειράριθμων αυτού μαθητών.
Επειδή δε και η παρασημαντική του Πέτρου εθεωρείτο πως δυσνόητος υπό των συγχρόνων αυτού ψαλμωδών, ανεζητήτο δε απλούστερον σύστημα παρασημαντικής, ενεφανίσθη τότε επί της Α΄ πατριαρχείας Γρηγορίου του Ε΄ του από Σμύρνης (1797) ο εκ Xίου ορμώμενος, σπουδάσας δε την ευρωπαϊκήν μουσικήν εν Ευρώπη, και κάτοχος εν μέρει και της ημετέρας εκκλησιαστικής, Αγάπιος ο Παλλιέρμος, ενώπιον του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου και επεχείρησεν ίνα πείση την Μ. Εκκλησίαν όπως δεχθή το ίδιον αυτού Παλλιέρμειον μουσικόν σύστημα και επί τη βάσει τούτου ενεργήση την μεταγραφήν πάντων των εκκλησιαστικών μελών, ή, να πείση τους μουσικούς να φροντίσωσι περί της διορθώσεως τoυ υπάρχοντος δυσνοήτου συστήματος, ή να εφεύρωσι άλλο νεώτερον και βασιμώτερον. Και αληθές μεν ότι μεθ’ όλας τας δικαίας αντιστάσεις του τότε Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας Ιακώβου του Πελοποννησίου, ο Αγάπιος ανέλαβε να διδάξη εν τοίςπατριαρχείοις την Μουσικήν δια της ευρωπαϊκής παρασημαντικής. Αποτυχών όμως εν τη διδασκαλία, μετέβαλεν είτα σύστημα, χρήσιν ποιησάμενος εις γραφήν των μελών αλφαβητικού τίνος συστήματος. Επειδή δε ο Αγάπιος παρετήρησεν ότι η διδασκαλία αυτού ως ξενίζουσα κατά τε την προφοράν και το ύφος ιδία απέβη άγονος, ηναγκάσθη ίνα μεταβή εις Βουκουρέστιον, ένθα και αποθνήσκει τω 1815. Οφείλομεν δε ενταύθα vα ομολωγήσωμεν ότι αι πυρετώδης ενέργειαι του Αγαπίου προς απλοποίησιν της παρασημαντικής Πέτρου του Πελοποννησίου συνετέλεσαν τα μάλιστα όπως εργασθή επί τούτω αποτελεσματικώς ο μουσικολογιώτατος Γεώργιος ο Κρής.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Ο Γρηγόριος υπήρξε μια ξεχωριστή μουσική ιδιοφυΐα, ένας καλλιτέχνης μουσικός και διδάσκαλος της Μουσικής, ένας βαθύς γνώστης της Μουσικής Τέχνης, της εκκλησιαστικής και της εξωτερικής. Είναι o ένας, ο βασικός απ’ τους τρεις Διδασκάλους τη Νέας Μεθόδου αναλυτικής σημειογραφίας τής Βυζαντινής Μουσικής, που προέκυψε απ’ τη μεταρρύθμιση τού 1814, και σαν Λαμπαδάριος και Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας, αποτελεί το μέτρο κρίσεως για την σπουδαιότητα της αλλαγής της μουσικής γραφής, αλλά και για το αναλλοίωτο της μουσικής αυτής καθ’ εαυτής, που με τη νέα γραφή άλλαξε μονάχα εξωτερικό μανδύα.
Η σπουδαιότητα αυτή του Γρηγορίου φαίνεται ολοκάθαρα, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το έργο οιουδήποτε άλλου μελουργού της προ του 1814 εποχής, γιατί είμαστε αναγκασμένοι να το δούμε δια μέσου της εξηγήσεως του Γρηγορίου βασικά ή του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακα. Ας συνθέσουμε όμως με τη σειρά τη βιογραφία του Γρηγορίου, με όσα στοιχεία μας προσφέρει η έρευνα.
Κατά μια παράδοση ο Γρηγόριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την ήμέρα που πέθανε ο Πέτρος λαμπαδάριος ο Πελοποννήσιος. O πατέρας του ήταν ιερέας και λεγόταν Γεώργιος και η μητέρα του λεγόταν Ελένη. Το επώνυμο «Λευίτης», που αποδίδεται στον Γρηγόριο, φαίνεται πως μάλλον δεν είναι πραγματικό, αλλά πώς προέκυψε απ’ το ότι ο πατέρας του ήταν παπάς, «λευίτης» σύμφωνα με τη γλώσσα της καινής Διαθήκης.
Για τον ακριβή χρόνο της γέννησης του Γρηγορίου, όπως και του θανάτου του Πέτρου Πελοποννησίου, πρέπει να αναφέρουμε τα εξής. Αν ο Πέτρος Πελοποννήσιος πέθανε από πανώλη, πρέπει να μεταθέσουμε τον χρόνο θανάτου του από το 1777, που αναγράφεται σε όλα τα βιβλία, στα 1778, γιατί αυτόν τον χρόνο, και συγκεκριμένα τον χειμώνα αυτού του χρόνου, έπεσε το θανατικό στην Κωνσταντινούπολη απ’ την πανώλη. Μια ιστορική ενθύμηση στην σ. 372 του κώδικα της μονής Παντελεήμονος 203, μας λέγει ακριβώς «Εις τους 1778 εγένετο μέγας χειμών εν Κωνσταντινουπόλει. Tω αυτώ έτει συνέβη και μέγα θανατικόν». Βέβαια δεν αποκλείεται το θανατικόν να διαρκούσε και τον χειμώνα τον l778, πρωτοφανερωμένο τον προηγούμενο χρόνο 1777. Η διαλεύκανση του θέματος δεν είναι πάντως εύκολη. Έτσι και ο Γρηγόριος γεννήθηκε στα 1778.
Σαν έτος θανάτου του Γρηγορίου αναφέρονται το 1820, το 1821 στις 23 Δεκεμβρίου που τον διαδέχτηκε στην πρωτοψαλτία ο Κωνσταντίνος, αλλά συχνότερα το 1822. Φαίνεται πως η σωστή χρονολογία θανάτου του Γρηγορίου είναι η 23 Δεκεμβρίου του 1821. Σύμφωνα με τις εξακριβώσεις αυτές ο Γρηγόριος έζησε απ’ το 1778 ως το 1821. Πέθανε, δηλαδή, νεώτατος, στην ακμή της ηλικίας του και δραστηριότητας του, ήταν δεν ήταν 43 χρονών.
Από μικρός έμαθε αυτοδίδακτα την Αρμενική γλώσσα και μουσική, γιατί του άρεσε να συχνάζει στην εκκλησία των Αρμενίων. Για να τον αποσπάσει από εκεί ο πατέρας του, τον ανέθεσε στον ηγούμενο του Σιναϊτικού Μετοχίου στον Βαλατά, τον κρητικόν Αρχιμανδρίτη Ιερεμία, όπου ο Γρηγόριος έμαθε και γράμματα ελληνικά και αναδείχτηκε, σαν καλλιφωνότατος που ήταν, σε Αναγνώστη και Ιεροψάλτη.
Ο φιλόμουσος μαθητής πολλών και εν τέλει Γεωργίου του Κρητός Γρηγόριος, όπως αναφέρεται σ’ ένα χειρόγραφο, είχε δασκάλους τον Ιάκωβο Πρωτοψάλτη, τον Πέτρο Βυζάντιο τον Πρωτοψάλτη και τον Γεώργιο Κρήτα. Φαίνεται πως επί πρωτοψαλτίας του Πέτρου Βυζαντίου, δηλαδή στα 1800-1805, βρίσκεται και ο Γρηγόριος στα Πατριαρχεία, αν όχι σαν λαμπαδάριος, τουλάχιστο σα α’ δομέστικος, συμψάλλοντας έτσι με τον διδάσκαλο του. Πάντως περί το 1810 ο Γρηγόριος ήταν λαμπαδάριος του Μανουήλ Πρωτοψάλτη.
Μέσα στην πενταετία 1800-1805 ο Γρηγόριος νυμφεύθηκε και απόκτησε παιδιά, χωρίς όμως να ξέρουμε συγκεκριμένα πόσα σε αριθμό. Ο Κωνσταντίνος Ψάχος μιλάει για την τελευταία θυγατέρα του Γρηγορίου, που στα 1897 ήταν ενενήντα χρονών.
Από λαμπαδάριος ο Γρηγόριος έγινε πρωτοψάλτης μετά τον θάνατο του Μανουήλ, στις 21 Ιουνίου του 1819. Ως Πρωτοψάλτης έψαλε δυόμισι χρόνια, μέχρι τον θάνατο του στις 23 Δεκεμβρίου του 1821.
Στο μεταξύ, και συγκεκριμένα στα 1814, έγινε η ιστορική μεταρρύθμιση στη γραφή της βυζαντινής σημειογραφίας, που χαρακτηρίστηκε σαν «ευεργεσία του Έθνους». Πρωταγωνιστές αυτής της μεταρρύθμισης ήταν τρεις μουσικολογιώτατοι της εποχής εκείνης άνδρες, δηλαδή ο Γρηγόριος, ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος και ο Χουρμούζιος Γεωργίου. Οι τρεις αυτοί διδάσκαλοι, όπως συνήθως είναι αχώριστα γνωστοί, συσκέφθηκαν επανειλημμένα και συστηματοποίησαν σε μια μέθοδο τη θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής. Εκείνο όμως στο οποίο κυρίως έδωκαν σημασία – και με το οποίο «ευεργέτησαν το Έθνος» ήταν η ανάλυση ή εξήγηση της παλαιάς παρασημαντικής και η καταγραφή των μελών των προ του1814 μελουργών μα τη νέα αυτή μέθοδο γραφής.Η Νέα αυτή Μέθοδος διδασκαλίας και εκμαθήσεως της Βυζαντινής μουσικής υποβλήθηκε στο Πατριαρχείο. Συγκλήθηκε τότε επίτηδες η Ιερά Σύνοδος επί πατριαρχίας του Κυρίλλου του Ζ’, στην οποία εκλήθησαν και « οι επιφανέστεροι του Γένους ».
Καταπεισθείσα, λοιπόν, η Σύνοδος από τους ισχυρούς λόγους και τις βέβαιες αποδείξεις των τριών μουσικών διδασκάλων περί του κανονισμού της τέχνης (επειδή κατ’ αρχάς υπωπτεύετο ότι τάχα οι Διδάσκαλοι εζήτουν να καινοτομήσουν την ιερά Ψαλμωδίαν) εθέσπισεν, ίνα, ο μεν Γρηγόριος ο λαμπαδάριος και ο Χουρμούζιος Γεωργίου παραδίδωσι το πρακτικόν μέρος της Εκκλησιαστικής Μουσικής, ο δε Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος το Θεωρητικό μέρος αυτής. Αυτά μαρτυρεί ο από τους πρώτους μαθητές των τριών διδασκάλων και εκδότης του Θεωρητικού του Χρυσάνθου Παναγιώτης Πελοπίδης. Είναι ενδιαφέρουσα και η παρακάτω παράγραφος.
« Εσυστήθη λοιπόν δια τούτο σχολείο, εις το οποίον παρεχωρήθη να κατοικούν και πολλοί εκ των απόρων μαθητών. Εδιωρίσθησαν έφοροι της Σχολής και μισθός δια τους διδασκάλους. Εστάλθησαν πανταχού πατριαρχικά εγκύκλια γράμματα εις τους κατ’ επαρχία Αρχιερείς, ίνα όσοι ποθούν να σπουδάσουν την μουσική αμισθί κατά Νέα Μέθοδο, μεταβώσιν εις Κωνσταντινούπολιν όπου μετά δύο ετών διδασκαλία θέλουν γένει εγκρατείς της Μεθόδου. Έτρεξαν λοιπόν πανταχόθεν μαθηταί πάσης τάξεως και ηλικίας εξ αυτών μερικοί ευδοκιμήσαντες αρκετά, μετέβησαν εκείθεν άλλος εις μίαν πόλιν και άλλος εις άλλην όπου συστήσαντες ιδιαίτερα σχολεία, μετέδιδαν ειλικρινώς το τάλαντο, όπερ τοις ενεπιστεύθη».
Πολύ διαφωτιστική πάνω σ’ αυτό το θέμα είναι και μια επιστολή του Διονυσίου Προηγουμένου Βατοπεδηνού απ’ την Κωνσταντινούπολη προς τη μονή Βατοπεδίου με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1815. Κατ’ αυτάς ηνοίχθη εν κοινόν Σχολείον εις το Σιναϊτικόν Μετόχιον και παραδίδει Νέαν Μέθοδον επιστημονικής Μουσικής, με κανόνας και γραμματικήν. Σχολαρχούντες εις αυτήν είναι ένας καλόγερος Χρύσανθος και ο Λαμπαδάριος της Μεγάλης Εκκλησίας [δηλαδή ο Γρηγόριος] και συντρέχουσιν εις αυτήν καθ’ εκάστην υπέρ τους διακοσίους μαθηταί, εξ ων είναι και Αρχιερείς και Πρωτοσύγκελλοι και διάκονοι Αρχιερέων και κοσμικοί παμπληθείς.
Η προσφορά του Γρηγορίου στη δημιουργία της Νέας Μεθόδου ήταν ο κανονισμός και η ερμηνεία των κλιμάκων και των παραχορδών και η λιτή και σωστή ανάλυση και καταγραφή της παλαιάς παρασημαντικής στη νέα αυτή μέθοδο. Με ζήλο πολύ ευθύς μετά τη μεταρρύθμιση ο Γρηγόριος, όπως και ο Χουρμούζιος, καταπιάστηκε με το έργο της εξηγήσεως του έργου των παλαιών διδασκάλων. Και είναι καταπληκτικό πού μέσα σε μια μόνο εξαετία, από το 1815 ως το θάνατο του, το 1821, έγραψε περίπου 20 τόμους χειρόγραφα με εξηγήσεις των παλαιών βυζαντινών μελών. Απ’ αυτούς τους τόμους μερικούς τους αντέγραψε και δύο καιτρεις φορές για να ευκολύνει το έργο της διαδόσεως της Νέας Μεθόδου.
Ο Γρηγόριος είχε ιδιαίτερη φιλία με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, του οποίου την τρίτη ανάρρηση στον θρόνο χαιρέτισε και με δύο τραγούδια, και σαν Πρωτοψάλτης έζησε μαζί του την αγωνία και την στενοχώρια κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη Μεγάλη Εβδομάδα, μέχρι το Πάσχα, 10 Απριλίου 1821. Για την τελευταία Μεγάλη Εβδομάδα των δύο Γρηγορίων, διαβάζουμε τα ακόλουθα. «Άλλ’ εκείνος [ο Πατριάρχης] ήσυχος κατέβαινεν εις την έκκλησίαν και ήκουε την ακολουθίαν των συνήθων αγρυπνιών της Μεγάλης Εβδομάδος (εψάλλοντο δε το πρωί, διότι τις των χριστιανών ετόλμα να εξέλθη δια νυκτός;), και πολλάκις ο αοίδιμος επανελάμβανε καθ’ εαυτόν την αρχήν του τροπαρίου εκείνου « Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός».
Ιδιαίτερες σχέσεις ο Γρηγόριος είχε και με τον υψηλότατον αυθέντην της Μολδαβίας κύριον Μιχαήλ Γρηγορίου Σούτζον, στον οποίον χάρισε τρία εγκωμιαστικά τραγούδια κατά το 1820. Σε τούτο θα συνέβαλε πολύ η φήμη του σαν διδασκάλου της μουσικής που διαδόθηκε στη Μολδοβλαχία, κυρίως στο Ιάσι και στο Βουκουρέστι, απ’ τους μαθητές του που ευδοκιμούσαν εκεί σαν διδάσκαλοι κι αυτοί της μουσικής κάτω απ’ την φροντίδα των φιλόμουσων εκείνων ηγεμόνων.
Θέλοντας τώρα να μιλήσουμε για το έργο του και να καταρτίσουμε τα Άπαντα του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου, πρέπει να διευκρινίσουμε πως αυτό ανήκει σε τρεις κατηγορίες.
α) στο προσωπικό δημιουργικό έργο,
β) στο εξηγητικό έργο, και
γ) στο προσωπικό πάλι αλλά «εξωτερικό» έργο, δηλαδή τα κοσμικά τραγούδια.
Αναλυτικά το έργο του είναι το ακόλουθο.
α) Το προσωπικό έργο
– Πολυέλεοι 2 (Δούλοι Κύριον και Επί των ποταμών Βαβυλώνος).
– Αργοσύντομες Δοξολογίες μια σειρά, δηλαδή 8, και 2 άλλες σε βαρύ ήχο.
– Μια σύντομη δοξολογία σε βαρύ ήχο.
– Αργές Δοξολογίες 4 (στους πλαγίους ήχους).
– Χερουβικά τρεις σειρές, δηλαδή 24 – μεγάλα, μεσαία, μέγιστα.
– Χερουβικά της εβδομάδος 3 (στη σειρά Πέτρου Πελοποννησίου).
– Κοινωνικά των Κυριακών «Αινείτε» μια σειρά, δηλαδή 8.
– Κοινωνικά τών εορτών πολλά σε πολλούς ήχους.
– Τα προκείμενα της εβδομάδος και τα των δεσποτικών εορτών.
– Ο Ν’ Ψαλμός σε β’ ήχο.
– Τα Τυπικά της Θείας Λειτουργίας σε δ’ ήχο λέγετο, φθορικό.
– Τα «πεντηκοστάρια» στιχηρά ιδιόμελα Της μετανοίας – Της σωτηρίας – Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών.
– Τα τροπάρια που ψάλλοντα στο τέλος των Ωρών.
– Τα του μεγάλου Αποδείπνου Ψυχή μου, ψυχή μου και Παναγία Θεοτόκε.
– Κύριε ελέησαν, έργα, στους πλαγίους ήχους.
– Τα σύντομα τροπάρια του Νυμφίου Ιδού ο νυμφίος – Ότε οι ένδοξοι…
– Τα αργά καθίσματα των ακολουθιών του Νυμφίου.
– Τα ιέ Αντίφωνα της Ακολουθίας των Παθών σε σύντομο στιχηραρικό μέλος.
– Ένα μάθημα, όταν ενδύεται ο Αρχιερεύς Περίζωσαι την ρομφαίαν σου μετά κρατήματος.
– Ένα κράτημα σε ήχο βαρύ.
– Ένα μεγαλυνάριο, Την τιμιωτέραν, σε ήχο πλ. δ’ Νη.
– Οι καταβασίες του Λαζάρου, οι μη συνηθισμένοι ειρμοί του κανόνος Ανοίξω το στόμα μου και δ ειρμός Εποίησε κράτος (της Παρασκευής του Λαζάρου).
– Άξιον εστίν δύο σειρές, δηλαδή 16.
– Το κατά παράδοση μέλος του Αποστόλου και Ευαγγελίου, σε ήχο δ’.
β) Το εξηγητικό έργο
Ο Γρηγόριος εξήγησε και μετέγραψε στη Νέα Μέθοδο τα ακόλουθα έργα των Μελουργών, κυρίως τού ΙΖ’ και ΙΗ’ αιώνα:
– Τα Άπαντα του Πέτρου Μπερεκέτη (4 τόμοι).
– Το Στιχηράριο του Γερμανού Νέων Πατρών (5 τόμοι).
– Την Παπαδική του Πέτρου Βυζαντίου (την εκδεδομένη τετράτομο Πανδέκτη) (5 τόμοι).
– Το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο (1 τόμος).
– Το Αναστασιματάριον του Πέτρου Πελοποννησίου (1 τόμος).
– Το Ειρμολόγιον του Πέτρου Πελοποννησίου (1 τόμος).
– Το Ειρμολόγιον, το σύντομον, του Πέτρου Βυζαντίου (1 τόμος).
– Το Δοξαστάριο του Πέτρου Πελοποννησίου (2 τόμοι).
– Την Εκλογή του Παπαδικού μέλους (1 τόμος).
– Την Εκλογή του Στιχηραρικού μέλους (1 τόμος).
– Άλλα διάφορα μαθήματα διαφόρων διδασκάλων.
γ) Κοσμικά τραγούδια
Έγραψε περί τα τριάντα (30) κοσμικά-αστικά τραγούδια, κυρίως κατά τον τρόπο των τουρκικών μακαμίων. Εκείνο που πρέπει να τονισθή είναι ότι πολλές απ’ τις πρωτότυπες συνθέσεις του χαρακτηρίζονται στα χειρόγραφα με τον προσδιορισμό, «πώς ψάλλονται εν τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία». Αυτή η μαρτυρία είναι το πιστοποιητικό της παραδόσεως του Γρηγορίου.
Γνωρίζουμε ακόμη απ’ τα χειρόγραφα και τις εξής λεπτομέρειες για μερικές συνθέσεις του. Μία σειρά χερουβικών, τα μεσαία, διεδόθησαν 68ησαν παρ’ αυτού κατά την εποχή 1817, εν μηνί Αυγούστω. – Το μάθημα σε βαρύ ήχο Περίζωσαι την ρομφαίαν σου με κράτημα, που ψάλλεται όταν ενδύεται ο αρχιερεύς αντί του Άνωθεν οι προφήται εμελοποιήθη δι’ αιτήσεως του σεβαστού Γέροντος αγίου Εφέσου κυρίου Διονυσίου. – Ο πολυέλεος Επί των ποταμών Βαβυλώνος σε τρίτο ήχο, μελοποιήθηκε κατ’ αίτησιν του αγίου Μολδαβίας κυρίου Βενιαμίν.
Η εξήγηση του Καλοφωνικού Ειρμολογίου απ’ τον Γρηγόριο είναι κατά την παράδοσιν Πέτρου Λαμπαδαρίου και Πέτρου του Βυζαντίου.
Το έργο αυτό του Γρηγορίου είναι διαδεδομένο με πολλά χειρόγραφα αλλά και με τα έντυπα μουσικά βιβλία. Όλο το καθ’ αυτό προσωπικό έργο τής α’ κατηγορίας είναι εκδεδομένο, εκτός του Αποστόλου και του Ευαγγελίου σε δ’ ήχο.
Απ’ το εξηγητικό του έργο εκδεδομένο είναι η τετράτομη Πανδέκτη, το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο, το Αναστασιματάριο, το Ειρμολόγιο και το Δοξαστάριο του Πέτρου Πελοποννησίου, το Ειρμολόγιο του Πέτρου Βυζαντίου και λίγα άλλα διάφορα μαθήματα, διαφόρων διδασκάλων. Κι απ’ τα τραγούδια του Γρηγορίου είναι αρκετά εκδεδομένα στην Ευτέρπη και στην Πανδώρα (Α’ τόμος).
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ της Μ. Εκκλησίας ο επικαλούμενος «Γιαμαλής», ως έχων περί τον κρόταφον μέλαν τι κρεατώδες εξοίδημα. Εγεννήθη εις την κατά την Προποντίδα νήσον Χάλκην, μαθητής γενόμενος Ιακώβου του Πρωτοψάλτου και Γεωργίου του Κρητός, εχοροστάτησεν ως Α΄ ψάλτης εν τη εν Ταταούλοις ιερά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου εν τη εν Γαλατά του Αγίου Ιωάννου και εν τη κατά Βαλατάν του σιναιτικού μετοχίου, διετέλεσε δε και διδάσκαλος επί όλην εξαετίαν της από του 1815-1821 λειτουργησάσης πατριαρχικής σχολής. Ο όντως χαλκέντερος αναδειχθείς Χουρμούζιος, επί δεκαοκτώ έτη φιλοπόνως εργασθείς ερμήνευσε πάντα τα μουσουργήματα των αρχαίων μουσικών, των από Ιωάννου του Δαμασκηνού μέχρι Μανουήλ του Πρωτοψάλτου ακμασάντων, άπερ εις εβδομήκοντα τόμοις ανερχόμενα, ηγοράσθησαν τω 1838 παρά Αθανασίου του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, ετυχον δε φιλοκάλου μερίμνης παρά Κυρίλλου του Β΄ πρωθιεράρχου της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, του και εις ολιγωτέρους τόμους ταύτα συμπήξαντος και διατάξαντος πολυτελώς δεθώσι και να τεθώσιν εις την εν Φαναρίω βιβλιοθήκην του Παναγίου Τάφου, ένθα και σώζονται άχρι τούδε.
Συνέγραψεν εγχειρίδιον εισαγωγής εις το πρακτικόν μέρης της Μουσικής, έτερον μεγαλείτερον εις το θεωρητικόν, και εν ογκώδες σημειωματάριον περιέχον κατ’ εκλογήν τα άριστα του αρχαίου και νέου μουσικού συστήματος. Εμέλισε «Μακάριος ανήρ», «Είδομεν το φως» οκτάηχον, «Ρόδον το αμάραντον» οκτάηχον, ο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ», κρατήματα, πολυελέους, ανοιξαντάρια, δοξολογίας, στιχολογίας των εσπερίων κατ’ ήχον, στιχολογίας των Αίνων κατά τους οκτώ ήχους, αντίφωνα αργά και σύντομα κατ’ ήχον, Τυπικά εις ήχον Βαρύν κατά το διατονικόν γένος, μίαν σειράν χερουβικά και κοινωνικά των Κυριακών και άλλα κοινωνικά του ενιαυτού έντεχνα, το μέγιστον στιχηρόν «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» και άλλα, χρησιμεύοντα μάλλον εις μελέτην και εκγύμνασιν των μουσικών ή προς το ψάλλειν εν τη εκκλησία. Ηρμήνευσε και εξέδωκεν εις δευτέραν έκδοσιν το Αναστασιματάριον (ου τους αναστασίμους κανόνας και τα κατανυκτικά εμέλισεν ο ίδιος) Πέτρου του Πελοποννησίου, ηρμήνευσε και εξέδωκε το αργοσύντομον Είρμολόγιον των Καταβασιών του αυτού Πέτρου του Πελοποννησίου, το δίτομον δοξαστάριον ή αργόν στιχηράριον κατά μίμησιν Ιακώβου του Πρωτοψάλτου (εκδοθέν τω 1858), και την συλλογήν των Ιδιομέλων Μανουήλ του Πρωτοψάλτου. Εξέδωκε πρώτος τω 1828 την δίτομον Ανθολογίαν της Μουσικής, ης τα περιεχόμενα είναι πρωτότυπα, ως και το βιβλίον του εξ Εβραίων Νεοφύτου.
Επεθεώρησε διορθώσας την συλλογήν των αραβοτουρκικώνασμάτων, την καλουμένην «Ευτέρπην» του χανενδέ Ζαχαρίου. Ταύτα δε πάντα εγένοντο μετά θαυμασίας υπομονής υπό του φιλοπονωτάτου Χουρμουζίου, καίπερ υπό πενίας κατατρυχομένου. Απεβίωσεν εν Χάλκη τω 1840.
επιστροφή στην αρχή της σελίδας
****************************************************************************************
Ο Βίος και το Έργο του
Θεόδωρος Παπά Παράσχου Φωκαεύς ενδιαφέρει την επιστήμη της Μουσικολογίας αλλά και την ιστορία της εξελίξεως των μουσικών πραγμάτων γενικότερα από τρεις κυρίως απόψεις, γιατί τριπλή υπήρξε και η αποφασιστική συμβολή του από άποψη μελοποιϊας, ως μελουργός, από άποψη καταγραφής μακαμιών και τραγουδιών, ως «τονιστής», και από άποψη εκδοτικής δραστηριότητος, ως εκδότης των βασικών μουσικών βιβλίων.
Για τον Θεόδωρο Φωκαέα, γνωρίζουμε τις χρονολογίες σπουδαίων γεγονότων της ζωής του χάρη σε μια βιογραφία του, που δημοσίευσε αμέσως μετά τον θάνατο του ο υιός του Κωνσταντίνος, στα 1851, και επανέλαβαν τ’ άλλα δυο παιδιά του, ο Αλέξανδρος και o Λεωνίδας, στα 1863 και 1869,αλλά και χάρη στις ειδήσεις που ο ίδιος μας άφησε, είτε στους προλόγους, είτε στις αγγελίες των εκδόσεων του.
Μας είναι χρήσιμο εδώ ένα μεγάλο παράθεμα απ΄ τη βιογραφία του, που όπως φαίνεται συνέθεσε ο Ονούφριος Βυζάντιος. «Θεόδωρος Παπά Παράσχου πατρίδα είχε τας εν Ιωνία, Φώκας, γεννηθείς τω 1790….». Ο πατέρας του Παράσχος ήταν παπάς, μια πρώτη εγγύηση για την ευδοκίμηση του μικρού Θεοδώρου.
Τα πρώτα μουσικά βήματα τα έκαμε κοντά στον πατέρα του. Μικρός έχασε την όραση του για εννέα ολόκληρα χρόνια. Αυτό στάθηκε σοβαρό εμπόδιο στις σπουδές του. Θα πρέπει να έπαθε την τύφλωση στα δεκαπέντε του περίπου χρόνια, γύρω στα 1805, και να θεραπεύτηκε στα 1814.
Την Παλαιά Μέθοδο της τέχνης της σημειογραφίας την έμαθε στις Κυδωνίες από τον αδερφό του Αθανάσιο, λίγα χρόνια πριν φύγει για την Κωνσταντινούπολη.
Είχε γρήγορη μουσική αντίληψη κι είχε μάθει καλά την ψαλτική τέχνη στις Κυδωνίες, γιατί όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, σχεδόν αμέσως ανέλαβε ψάλτης στον Άγιο Δημήτριο στα Ταταύλα, συμψάλλοντας με τον διδάσκαλο Χουρμούζιο, αλλά για πολύ λίγο. Στην Κωνσταντινούπολη ο ζήλος του για τελειοποίηση στην Ψαλτική Τέχνη και εκμάθηση της Νέας Μεθόδου αναλυτικής σημειογραφίας, τον οδήγησε στον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, λαμπαδάριο τότε της Μ.Χ.Ε.
Η επίδραση του Γρηγορίου στο έργο του Θεοδώρου είναι φανερή, και η ενασχόληση του δευτέρου με τα τραγούδια, ελληνικά και τουρκικά, και την έκδοση τους, δεν μπορεί παρά στον Γρηγόριο να έχει τις καταβολές της. Ωστόσο, δάσκαλος του υπήρξε και ο Χουρμούζιος, αφού μάλιστα συνέψελναν στα Ταταύλα.
Έψαλλε για περισσότερα από τριάντα χρόνια, τα πρώτα 6 ως Λαμπαδάριος στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου των Ταταούλων μετά του Διδασκάλου Χουρμουζίου, και τα υπόλοιπα ως Πρωτοψάλτης του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Γαλατά, μετά του αοιδίμου Σταυράκη.
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Φωκαεύς, στα 1843, μας πληροφορεί ότι «Έκαμα παύσιν του ψάλλειν εις την εν Γαλατά Ιεράν Εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, καθότι αι σωματικαί δυνάμεις μου δεν με συγχωρούσι το έργον τούτο εις το εξής».
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του την αφιέρωσε ο Θεόδωρος στην εκδοτική δραστηριότητα και τη μελοποίηση του προσωπικού του έργου. Δεν έπαψε όμως μέχρι το θάνατο του να διδάσκει την ψαλτική και την εξωτερική μουσική. Άρχισε να διδάσκει τουλάχιστο μετά από 2-3 χρόνια που θα κράτησε η μαθητεία του στη Μουσική Σχολή του γένους, δηλαδή κοντά στα 1820-21, τότε που έκλεισε η Σχολή αυτή. Και δεν δίδασκε τη μουσική ερασιτεχνικά, αλλά συστηματικά, σε τύπο σχολείου και με αμοιβή για προσπορισμό χρημάτων.
Οι πολλές υποχρεώσεις και ευθύνες που είχε αναλάβει με τις εκδόσεις του και η έγνοια του να ανταποκρίνεται σ΄αυτές, τον έφθειραν σωματικά και ψυχικά και τον κρατούσαν μακριά απ’ την μελοποιία. Και πράγματι φαίνεται πώς δημιούργησε το προσωπικό του έργο την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στις δυο τελευταίες πολύτομες εκδόσεις του, τη Μουσική Μέλισσα (4 τόμοι, το 1848) και το Ταμείον Ανθολογίας (3 τόμοι, το 1851) συγκέντρωσε τα δικά του συνθέματα, που μερικά μάλιστα χαρακτηρίζονται «νέα». Το μόνο που τον ευχαριστεί και δεν μπορεί να το κρύψει, είναι το ότι «αι προστεθείσαι νέαι μελοποιίαι μου καθυποβληθείσαι εις την επίκρισιν της Α. Θ. Παναγιότητος και της περί Αυτήν Ιεράς Συνόδου και εξετασθείσαι επεδοκιμάσθησαν και εκρίθησαν άξιαι δημοσιεύσεως, ως μη νεωτερίζουσα, αλλά φυλάττουσαι αυστηρώς το ύφος και το μέλος της καθιερωμένης εκκλησιαστικής μουσικής».
Το έργο του Θεοδώρου διαδόθηκε ευρύτατα, ανθολογήθηκε σε χειρόγραφα στο Άγιον Όρος και αλλού και κέρδισε την προτίμηση των ψαλτών λόγω της απλότητας, και της εύρυθμης μελωδικότητας του.
Τη 3 Οκτωβρίου 1851, απέθανε σχετικά νέος, και σαν άνδρας ενάρετος, φιλόμουσος και φιλογενής, όντας «αναγκαίος έτι εις την κοινωνίαν».
Γυρνώντας τώρα πίσω ν’ ανακεφαλαιώσουμε το τρίπτυχο της δραστηριότητας του και αποτιμήσουμε την προσφορά τον στα μουσικά πράγματα, πρέπει να επισημάνουμε ότι κατάγινε με το έργο της μελοποιίας στα τελευταία χρόνια της ζωής του, θεωρώντας τα ποιήματα των προγενεστέρων, ακόμα και των συγχρόνων του διδασκάλων, ως «άριστα» μελωδήματα, και υποδεικνύονται αυτά στην Κρηπίδα του ως απαραίτητα μαθήματα, που πρέπει να διεξέλθει όποίος θέλει να τελειοποιηθή στη Ψαλτική Τέχνη.
Εκδίδοντας την Κρηπίδα του, στα 1842, κάνει υπαινιγμούς κατά του Λεσβίου Συστήματος, που το θεωρεί νεωτεριστικό και δεν παραλείπει, όπως σχεδόν σε όλους τους προλόγους του, να εγκωμιάσει τους ευεργέτες του γένους, τους τρεις Δασκάλους και εξηγητές της Νέας Μεθόδου αναλυτικής σημειογραφίας. Η διδακτική Θεωρητική προσφορά του παρατηρείται στο περί «ορθογραφίας» κεφάλαιο, που σαν εκδότης που ήταν, ήταν και ο αρμοδιότερος στην εποχή του να συντάξει.
Στην άλλη δραστηριότητα του Φωκαέως, της καταγραφής και εκδόσεως των τραγουδιών, σημασία έχει ένα μάθημα έντεχνο, που το αποκαλεί «Κιάρι», προς χρήσιν των μουσικολογιωτάτων, και που όπως φαίνεται η εκδοτική δραστηριότητα του Θεοδώρου Φωκαέως, ξεκίνησε το 1830 με την έκδοση της Ευτέρπης, και τελείωσε με τον θάνατο του, στα 1851, που πρόφτασε και είδε τυπωμένο τον Α΄ τόμο της τρίτομης Ανθολογίαs του.
Εξέδωσε, στο διάστημα των είκοσι χρόνων, οκτώ και με τα δυο τελευταία πολύτομα έργα, δέκα βασικά μουσικά βιβλία, πού αποτελούν μνημεία ιστορικά της ψαλτικής τέχνης, αλλά και μνημεία καλλιτεχνικά της τυπογραφίας. Οι εκδόσεις του έβγαιναν σε δύο χιλιάδες αντίτυπα έκαστη. Το Αναστασιματάριο και την Ανθολογία του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου τα έβγαλε ο ίδιος σε δύο εκδόσεις. Η εξέλιξη των ψαλτικών οφείλει πολλά στους εκδοτικούς κόπους του Θεοδώρου για την σταθεροποίηση και διάδοση τής ψαλτικής παράδοσης.
Μία σπουδαιοτάτη πτυχή τής νεοελληνικής ιστορίας αποτελούν οι κατάλογοι των συνδρομητών στο τέλος των εκδόσεων του. Στο τέλος της Συλλογής ιδιομέλων (1831), του Αναστασιματαρίου (1832 και 1839), του Ταμείου Ανθολογίαs (1837), του Καλλοφωνικού Ειρμολογίου (1835), της Πανδώρας (1843) και της Μουσικήs Μέλισσαs (1848) στις σελίδες 202-231 του Δ΄ τόμου περιέχονται τα ονόματα πολλών εκατοντάδων συνδρομητών, με την αναγραφή του επαγγέλματος τους και του τόπου καταγωγής. Αρχιερείς, ιερομόναχοι, μοναχοί, ψάλτες και φιλόμουσοι σ΄όλα τα μέρη της Ορθοδοξίας αποτελούσαν τις εστίες του μουσικού πολιτισμού. Είναι συγκινητικό να διαβάζουμε τώρα τα τοπωνύμια ελληνικών κοινοτήτων στη Βουλγαρία και τη Μ. Ασία που τίποτε άλλο πια δεν μας τις θυμίζει. Οι κατάλογοι αυτοί των συνδρομητών είναι, πέρα απ΄ την ιστορική τους αξία, ένα προσκλητήριο να σκύψουμε να δούμε τις ρίζες μας και ν΄ αναγνωρίσουμε την ταυτότητα και μαζί τη δύναμη της ρωμαίικης μας προβολής.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Α. Κύριο έργο μέλη της νυχθημέρου ακολουθίας:
Εσπερινού
Ανοιξαντάρια σε ήχο πλ. δ΄.
Μακάριος ανήρ (τρία): «Μέγιστον» σε ήχο βαρύ και ήχο πλ. δ’, και «σύντομον» σε ήχο πλ. δ’.
Κεκραγάρια «εκκλησιαστικά»: κατ’ ήχον οκτώ.
Δογματικά Θεοτοκία της Οκτωήχου (εκτός του πλ. β’, βαρέος και πλ. δ’).
Στιχηρά ιδιόμελα της Οκτωήχου τα Αναστάσιμα των αίνων του γ’ και το πλ. δ’ ήχου, τα Αναστάσιμα εσπέρια του δ’ ήχου, και τα αναστάσιμα απόστιχα του πλ. α’ και πλ. β’ ήχου.
Φως ιλαρόν, σε ήχο πλ. β’.
Δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου Μ. Τετάρτης, «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις», πλ. δ’ (μέλος αργό στιχηραρικό).
Εις την Προηγιασμένην «Κατευθυνθήτω» (δύο), σε ήχο πλ. β’ και πλ. α’.
Νυν αι δυνάμεις, (τέσσερα), σε ήχο α’, δ’, βαρύ και πλ. δ’.
Μάθημα Θεοτοκίο Θεοτόκε Παρθένε, οκτώηχο (σύντμηση της συνθέσεως του Πέτρου Μπερεκέτη).
Μάθημα Πανάγιε Νικόλαε σε ήχο πλ. α’ (σύντμηση της συνθέσεως του Δανιήλ Πρωτοψάλτου).
Όρθρου
Πολυέλεος Εξομολογείσθε τω Κυρίω, σε ήχο δ’ λέγετο.
Εκλογή. Λόγον Αγαθόν (δύο), σε πλ. δ’ και βαρύ τετράφωνο.
Θεοτοκίο δια την εκλογή, αλλά και τον πολυέλεο του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος.
Δέσποινα πρόσδεξαι σε πλ. δ’.
Ο Ν’ ψαλμός, με τα καταληκτικά Ταις των Αποστόλων – Αναστάς (δύο) σε βαρύ και πλ. δ’.
Τα πεντηκοστάρια της Μ. Τεσσαρακοστής Της μετανοίας – Τηs σωτηρίας – Τα πλήθη σε ήχο β΄.
Δοξολογίες μεγάλες (πέντε) σε α΄, βαρύ, β΄, β΄ χρωματικό από τον Νη (πλ.δ΄ χρωματικός), τρίτο, βαρύ από τον Ζω.
Καλοφωνικός ειρμός Νυν πεποιθώς σε πλ.δ΄.
Λειτουργίας
Τρισάγιον Δύναμις, Άγιος ο Θεός εις ήχον β΄.
Κύριε ελέησον, (και «εν τη αρτοκλασία») μια σειρά κατ’ ήχον (δύο σε ήχο βαρύ).
Eις πολλά έτη – Δόξα σοι Κύριε, ήχος γ’.
Χερουβικά, Κυριακών και εορτών, μεγάλα, πλήρης σειρά, και άλλη σειρά (σύντομα) πλήρης.
Σιγησάτω πάσα σαρξ, σε ήχο πλ. α’.
Αξιον έστιν ήχος γ’, δ’ λέγετος, πλ. β’, βαρύς.
Κοινωνικά Κυριακών. Αινείτε κατ’ ήχον, οκτώ.
Κοινωνικά των εορτών οκτώ.
Κοινωνικά, «δια τας αποδόσεις των ήχων» Μακάριοι ους εξελέξω, κατ’ ήχον οκτώ.
Β. ‘Εξηγητικο έργο – «τονίσματα»:
Εξήγησε πολλά τραγούδια, ελληνικά και τουρκικά, γραμμένα πρώτα στην προ του 1814 σημειογραφία, και τα εξέδωσε στα βιβλία Ευτέρπη και Πανδώρα. Μερικά τραγούδια θα πρέπει ν’ αποτελούν «τόνισμα», δηλαδή καταγραφή του μέλους τους από τον Θεόδωρο Φωκαέα.
Γ. Εκδοτικο έργο :
Εξέδωσε τα εξής σπουδαία μουσικά βιβλία: Ευτέρπη (1830), Συλλογή ιδιόμελων (1831), Αναστασιματάριον(1832 και 1839), Ταμείον Ανθολογίας, Γρηγορίου Πρωτοψάλτου (1834 και Ι837), Καλοφωνικόν Ειρμολόγιον ( 1835), Δοξαστάριον Ιακώβου Πρωτοψάλτου ( 1836), Κρηπίδα ( 1842), Πανδώρα (1843-1846), Μουσική Μέλισσα ( 1848), Ταμείον Ανθολογίας (1851, τον Α΄ τόμο).